Translation meaning & definition of the word "oppression" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εντύπωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Oppression
[Καταπίεση]/əprɛʃən/
noun
1. The act of subjugating by cruelty
- "The tyrant's oppression of the people"
- synonym:
- oppression ,
- subjugation
1. Η πράξη της υποταγής από τη σκληρότητα
- "Η καταπίεση του λαού από τον τύραννο"
- συνώνυμο:
- καταπίεση ,
- υποδούλωση
2. The state of being kept down by unjust use of force or authority: "after years of oppression they finally revolted"
- synonym:
- oppression
2. Η κατάσταση της παρακράτησης από άδικη χρήση βίας ή εξουσίας: "μετά από χρόνια καταπίεσης επαναστάτησαν τελικά"
- συνώνυμο:
- καταπίεση
3. A feeling of being oppressed
- synonym:
- oppression ,
- oppressiveness
3. Αίσθηση του να καταπιέζεσαι
- συνώνυμο:
- καταπίεση ,
- καταπιεστικότητα
Examples of using
Ethnic minorities struggle against prejudice, poverty, and oppression.
Οι εθνοτικές μειονότητες αγωνίζονται ενάντια στην προκατάληψη, τη φτώχεια και την καταπίεση.