Translation meaning & definition of the word "oppress" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πίεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Oppress
[Καταπιέζω]/əprɛs/
verb
1. Come down on or keep down by unjust use of one's authority
- "The government oppresses political activists"
- synonym:
- oppress ,
- suppress ,
- crush
1. Κατεβείτε ή παραμείνετε κάτω από άδικη χρήση της εξουσίας κάποιου
- "Η κυβέρνηση καταπιέζει τους πολιτικούς ακτιβιστές"
- συνώνυμο:
- καταπιέζω ,
- καταστέλλω ,
- συντρίβω
2. Cause to suffer
- "Jews were persecuted in the former soviet union"
- synonym:
- persecute ,
- oppress
2. Αιτία να υποφέρει
- "Οι εβραίοι διώκονταν στην πρώην σοβιετική ένωση"
- συνώνυμο:
- καταδιώκουν ,
- καταπιέζω
Examples of using
The law won't let anyone oppress people.
Ο νόμος δεν θα αφήσει κανέναν να καταπιέζει τους ανθρώπους.