Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "opposition" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντίθεση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Opposition

[Αντιπολίτευση]
/ɑpəzɪʃən/

noun

1. The action of opposing something that you disapprove or disagree with

  • "He encountered a general feeling of resistance from many citizens"
  • "Despite opposition from the newspapers he went ahead"
    synonym:
  • resistance
  • ,
  • opposition

1. Η πράξη της αντίθεσης σε κάτι με το οποίο απορρίπτετε ή διαφωνείτε

  • "Συνάντησε ένα γενικό αίσθημα αντίστασης από πολλούς πολίτες"
  • "Παρά τις εφημερίδες που πέρασε"
    συνώνυμο:
  • αντίσταση
  • ,
  • αντιπολίτευση

2. The relation between opposed entities

    synonym:
  • opposition
  • ,
  • oppositeness

2. Η σχέση μεταξύ αντίθετων οντοτήτων

    συνώνυμο:
  • αντιπολίτευση
  • ,
  • αντίθετο

3. The act of hostile groups opposing each other

  • "The government was not ready for a confrontation with the unions"
  • "The invaders encountered stiff opposition"
    synonym:
  • confrontation
  • ,
  • opposition

3. Η πράξη των εχθρικών ομάδων που αντιτίθενται μεταξύ τους

  • "Η κυβέρνηση δεν ήταν έτοιμη για αντιπαράθεση με τα συνδικάτα"
  • "Οι εισβολείς αντιμετώπισαν σκληρή αντιπολίτευση"
    συνώνυμο:
  • αντιπαράθεση
  • ,
  • αντιπολίτευση

4. A contestant that you are matched against

    synonym:
  • opposition
  • ,
  • opponent
  • ,
  • opposite

4. Ένας διαγωνιζόμενος με τον οποίο συνδυάζεστε

    συνώνυμο:
  • αντιπολίτευση
  • ,
  • αντίπαλος
  • ,
  • αντίθετα

5. A body of people united in opposing something

    synonym:
  • opposition

5. Ένα σώμα ανθρώπων ενωμένο στο να αντιτίθεται σε κάτι

    συνώνυμο:
  • αντιπολίτευση

6. A direction opposite to another

    synonym:
  • opposition

6. Μια κατεύθυνση αντίθετη από την άλλη

    συνώνυμο:
  • αντιπολίτευση

7. An armed adversary (especially a member of an opposing military force)

  • "A soldier must be prepared to kill his enemies"
    synonym:
  • enemy
  • ,
  • foe
  • ,
  • foeman
  • ,
  • opposition

7. Ένας ένοπλος αντίπαλος (ειδικά μέλος μιας αντίθετης στρατιωτικής δύναμης)

  • "Ένας στρατιώτης πρέπει να είναι έτοιμος να σκοτώσει τους εχθρούς του"
    συνώνυμο:
  • εχθρός
  • ,
  • αφρώδησ
  • ,
  • αντιπολίτευση

8. The major political party opposed to the party in office and prepared to replace it if elected

  • "Her majesty's loyal opposition"
    synonym:
  • Opposition

8. Το μεγάλο πολιτικό κόμμα αντιτίθεται στο κόμμα που ασκείται και είναι έτοιμο να το αντικαταστήσει εάν εκλεγεί

  • "Η πιστή εναντίωση της μεγαλειότητας"
    συνώνυμο:
  • Αντιπολίτευση

Examples of using

We ran up against a lot of opposition.
Αντισταθήκαμε σε πολλή αντιπολίτευση.
The opposition party put forward a bill to reduce income tax.
Το κόμμα της αντιπολίτευσης πρότεινε ένα νομοσχέδιο για τη μείωση του φόρου εισοδήματος.
Attempts to redraw voting districts have hit a wall of opposition.
Οι προσπάθειες επανασχεδιασμού των περιοχών ψηφοφορίας έχουν χτυπήσει ένα τείχος αντιπολίτευσης.