Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "opposite" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντίθετο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Opposite

[Αντίθετα]
/ɑpəzət/

noun

1. A word that expresses a meaning opposed to the meaning of another word, in which case the two words are antonyms of each other

  • "To him the antonym of `gay' was `depressed'"
    synonym:
  • antonym
  • ,
  • opposite word
  • ,
  • opposite

1. Μια λέξη που εκφράζει ένα νόημα αντίθετο με την έννοια μιας άλλης λέξης, οπότε οι δύο λέξεις είναι αντώνυμες μεταξύ τους

  • "Για αυτόν το αντώνυμο του `παιχνιδιού' ήταν `καταθλιπτικό'"
    συνώνυμο:
  • αντώνυμο
  • ,
  • αντίθετη λέξη
  • ,
  • αντίθετα

2. A relation of direct opposition

  • "We thought sue was older than bill but just the reverse was true"
    synonym:
  • reverse
  • ,
  • contrary
  • ,
  • opposite

2. Σχέση άμεσης αντιπολίτευσης

  • "Νομίζαμε ότι ο σου ήταν παλαιότερος από τον μπιλ, αλλά ακριβώς το αντίστροφο ήταν αλήθεια"
    συνώνυμο:
  • αντίστροφη
  • ,
  • αντίθετα

3. A contestant that you are matched against

    synonym:
  • opposition
  • ,
  • opponent
  • ,
  • opposite

3. Ένας διαγωνιζόμενος με τον οποίο συνδυάζεστε

    συνώνυμο:
  • αντιπολίτευση
  • ,
  • αντίπαλος
  • ,
  • αντίθετα

4. Something inverted in sequence or character or effect

  • "When the direct approach failed he tried the inverse"
    synonym:
  • inverse
  • ,
  • opposite

4. Κάτι αντιστρέφεται στην ακολουθία ή το χαρακτήρα ή το αποτέλεσμα

  • "Όταν η άμεση προσέγγιση απέτυχε, δοκίμασε το αντίστροφο"
    συνώνυμο:
  • αντίστροφος
  • ,
  • αντίθετα

adjective

1. Being directly across from each other

  • Facing
  • "And i on the opposite shore will be, ready to ride and spread the alarm"- longfellow
  • "We lived on opposite sides of the street"
  • "At opposite poles"
    synonym:
  • opposite

1. Να είναι ακριβώς απέναντι από το άλλο

  • Πρόσωπο
  • "Και εγώ στην απέναντι ακτή θα είμαι, έτοιμος να οδηγήσω και να διαδώσω τον συναγερμό" - λονγκφέλοου
  • "Ζούσαμε στις αντίθετες πλευρές του δρόμου"
  • "Σε αντίθετους πόλους"
    συνώνυμο:
  • αντίθετα

2. Of leaves etc

  • Growing in pairs on either side of a stem
  • "Opposite leaves"
    synonym:
  • opposite
  • ,
  • paired

2. Από φύλλα κ.λπ

  • Αυξάνεται σε ζεύγη και στις δύο πλευρές ενός στελέχους
  • "Αντίθετα φύλλα"
    συνώνυμο:
  • αντίθετα
  • ,
  • ζευγαρώνω

3. Moving or facing away from each other

  • "Looking in opposite directions"
  • "They went in opposite directions"
    synonym:
  • opposite

3. Να κινείται ή να απομακρύνεται ο ένας από τον άλλον

  • "Κοιτάζοντας προς αντίθετες κατευθύνσεις"
  • "Πήγαν σε αντίθετες κατευθύνσεις"
    συνώνυμο:
  • αντίθετα

4. The other one of a complementary pair

  • "The opposite sex"
  • "The two chess kings are set up on squares of opposite colors"
    synonym:
  • opposite

4. Το άλλο από ένα συμπληρωματικό ζευγάρι

  • "Το αντίθετο φύλο"
  • "Οι δύο βασιλιάδες του σκακιού στήνονται σε τετράγωνα αντίθετων χρωμάτων"
    συνώνυμο:
  • αντίθετα

5. Altogether different in nature or quality or significance

  • "The medicine's effect was opposite to that intended"
  • "It is said that opposite characters make a union happiest"- charles reade
    synonym:
  • opposite

5. Εντελώς διαφορετικό στη φύση ή την ποιότητα ή τη σημασία

  • "Το αποτέλεσμα του φαρμάκου ήταν αντίθετο από αυτό που προορίζεται"
  • "Λέγεται ότι οι αντίθετοι χαρακτήρες κάνουν μια ένωση πιο ευτυχισμένη" - τσαρλς ριντ
    συνώνυμο:
  • αντίθετα

6. Characterized by opposite extremes

  • Completely opposed
  • "In diametric contradiction to his claims"
  • "Diametrical (or opposite) points of view"
  • "Opposite meanings"
  • "Extreme and indefensible polar positions"
    synonym:
  • diametric
  • ,
  • diametrical
  • ,
  • opposite
  • ,
  • polar

6. Χαρακτηρίζεται από αντίθετα άκρα

  • Εντελώς αντίθετος
  • "Σε διαμετρική αντίφαση με τους ισχυρισμούς του"
  • "Διαμετρικά ( απέναντι από) άποψη"
  • "Αντίθετες έννοιες"
  • "Ακραίες και αδιάψευστες πολικές θέσεις"
    συνώνυμο:
  • διαμετρική
  • ,
  • αντίθετα
  • ,
  • πολικός

adverb

1. Directly facing each other

  • "The two photographs lay face-to-face on the table"
  • "Lived all their lives in houses face-to-face across the street"
  • "They sat opposite at the table"
    synonym:
  • face-to-face
  • ,
  • opposite

1. Αντιμετωπίζοντας ο ένας τον άλλον

  • "Οι δύο φωτογραφίες βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο στο τραπέζι"
  • "Ζούσαν όλη τους τη ζωή σε σπίτια πρόσωπο με πρόσωπο στο δρόμο"
  • "Κάθονταν απέναντι στο τραπέζι"
    συνώνυμο:
  • πρόσωπο με πρόσωπο
  • ,
  • αντίθετα

Examples of using

Smart people can pretend to be dumb. The opposite is more difficult.
Οι έξυπνοι άνθρωποι μπορούν να προσποιούνται ότι είναι χαζοί. Το αντίθετο είναι πιο δύσκολο.
This is the opposite of what I expected.
Αυτό είναι το αντίθετο από αυτό που περίμενα.
You should go in the opposite direction.
Πρέπει να προχωρήσετε προς την αντίθετη κατεύθυνση.