Translation meaning & definition of the word "opportunism" into Greek language
Μεταφραστική σημασία & ορισμός της λέξης "ανθρωπισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Opportunism
[Καιροσκοπία]/ɑpərtunɪzəm/
noun
1. Taking advantage of opportunities without regard for the consequences for others
- synonym:
- opportunism ,
- self-interest ,
- self-seeking ,
- expedience
1. Εκμετάλλευση των ευκαιριών χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες για τους άλλους
- συνώνυμο:
- οπορτουνισμός ,
- ατομικό συμφέρον ,
- αυτοαναζητώντασ ,
- σκοπιμότητα