Translation meaning & definition of the word "opossum" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόσταγμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Opossum
[Οπόσουσο]/oʊpɑsəm/
noun
1. Small furry australian arboreal marsupials having long usually prehensile tails
- synonym:
- phalanger ,
- opossum ,
- possum
1. Μικρά γούνινα αυστραλιανά μαρσιποφόρα μαρσιποφόρα που έχουν μακριές συνήθως προεφηβικές ουρές
- συνώνυμο:
- φαλαγγαράκησ ,
- οπόσσο ,
- πιθανότητα
2. Nocturnal arboreal marsupial having a naked prehensile tail found from southern north america to northern south america
- synonym:
- opossum ,
- possum
2. Νυκτερινό μαρσιποφόρο με γυμνή προεφηβική ουρά που βρέθηκε από τη νότια βόρεια αμερική στη βόρεια νότια αμερική
- συνώνυμο:
- οπόσσο ,
- πιθανότητα
Examples of using
Even if a hedgehog, a mole, an otter, a rabbit or an opossum look like a rodent, they aren't.
Ακόμα κι αν ένας σκαντζόχοιρος, ένας σπίλος, μια βίδρα, ένα κουνέλι ή ένα οπόσσο μοιάζουν με τρωκτικό, δεν είναι.