Translation meaning & definition of the word "opium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "όπιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Opium
[Όπιο]/oʊpiəm/
noun
1. An addictive narcotic extracted from seed capsules of the opium poppy
- synonym:
- opium
1. Ένα εθιστικό ναρκωτικό που εξάγεται από κάψουλες σπόρων της παπαρούνας οπίου
- συνώνυμο:
- όπιο
Examples of using
Neither wine, nor opium, nor tobacco are necessary for people’s lives.
Ούτε το κρασί, ούτε το όπιο, ούτε ο καπνός είναι απαραίτητα για τη ζωή των ανθρώπων.
Religion is the opium of the people.
Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού.
Religion is the opium of the people.
Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού.