Translation meaning & definition of the word "opinion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οπίνιον" στην ελληνική γλώσσα
Opinion
[Γνώμη]noun
1. A personal belief or judgment that is not founded on proof or certainty
- "My opinion differs from yours"
- "I am not of your persuasion"
- "What are your thoughts on haiti?"
- synonym:
- opinion ,
- sentiment ,
- persuasion ,
- view ,
- thought
1. Μια προσωπική πίστη ή κρίση που δεν βασίζεται στην απόδειξη ή τη βεβαιότητα
- "Η γνώμη μου διαφέρει από τη δική σας"
- "Δεν είμαι της πειθούς σου"
- "Ποιες είναι οι σκέψεις σας για την αϊτή?"
- συνώνυμο:
- γνώμη ,
- συναίσθημα ,
- πειθώ ,
- προβολή ,
- σκέψη
2. A message expressing a belief about something
- The expression of a belief that is held with confidence but not substantiated by positive knowledge or proof
- "His opinions appeared frequently on the editorial page"
- synonym:
- opinion ,
- view
2. Ένα μήνυμα που εκφράζει την πίστη σε κάτι
- Η έκφραση μιας πεποίθησης που διακρατείται με εμπιστοσύνη αλλά δεν τεκμηριώνεται από θετικές γνώσεις ή αποδείξεις
- "Οι απόψεις του εμφανίζονταν συχνά στη συντακτική σελίδα"
- συνώνυμο:
- γνώμη ,
- προβολή
3. A belief or sentiment shared by most people
- The voice of the people
- "He asked for a poll of public opinion"
- synonym:
- public opinion ,
- popular opinion ,
- opinion ,
- vox populi
3. Μια πίστη ή ένα συναίσθημα που μοιράζονται οι περισσότεροι άνθρωποι
- Η φωνή του λαού
- "Ζήτησε δημοσκόπηση της κοινής γνώμης"
- συνώνυμο:
- κοινή γνώμη ,
- δημοφιλής γνώμη ,
- γνώμη ,
- λαός του Βοξ
4. The legal document stating the reasons for a judicial decision
- "Opinions are usually written by a single judge"
- synonym:
- opinion ,
- legal opinion ,
- judgment ,
- judgement
4. Το νομικό έγγραφο που αναφέρει τους λόγους της δικαστικής απόφασης
- "Οι προτάσεις συνήθως γράφονται από έναν μόνο δικαστή"
- συνώνυμο:
- γνώμη ,
- νομική γνώμη ,
- απόφαση ,
- κρίση
5. The reason for a court's judgment (as opposed to the decision itself)
- synonym:
- opinion ,
- ruling
5. Ο λόγος της απόφασης ενός δικαστηρίου (ας αντιτίθεται στην ίδια την απόφαση)
- συνώνυμο:
- γνώμη ,
- απόφαση
6. A vague idea in which some confidence is placed
- "His impression of her was favorable"
- "What are your feelings about the crisis?"
- "It strengthened my belief in his sincerity"
- "I had a feeling that she was lying"
- synonym:
- impression ,
- feeling ,
- belief ,
- notion ,
- opinion
6. Μια ασαφής ιδέα στην οποία τοποθετείται κάποια εμπιστοσύνη
- "Η εντύπωσή της ήταν ευνοϊκή"
- "Ποια είναι τα συναισθήματά σας για την κρίση?"
- "Ενίσχυσε την πίστη μου στην ειλικρίνειά του"
- "Είχα την αίσθηση ότι έλεγε ψέματα"
- συνώνυμο:
- εντύπωση ,
- αίσθηση ,
- πίστη ,
- έννοια ,
- γνώμη