Translation meaning & definition of the word "ophthalmologist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οφθαλμίατρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ophthalmologist
[Οφθαλμίατρος]/ɑpθəmɑləʤɪst/
noun
1. A medical doctor specializing in the diagnosis and treatment of diseases of the eye
- synonym:
- ophthalmologist ,
- eye doctor ,
- oculist
1. Ένας γιατρός που ειδικεύεται στη διάγνωση και τη θεραπεία των ασθενειών του ματιού
- συνώνυμο:
- οφθαλμίατρος ,
- οφθαλμίατροσ