Translation meaning & definition of the word "operative" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "λειτουργικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Operative
[Λειτουργικόσ]/ɑpərətɪv/
noun
1. A person secretly employed in espionage for a government
- synonym:
- secret agent ,
- intelligence officer ,
- intelligence agent ,
- operative
1. Άτομο που απασχολείται κρυφά στην κατασκοπεία για μια κυβέρνηση
- συνώνυμο:
- μυστικός πράκτορας ,
- υπάλληλος πληροφοριών ,
- πράκτορας πληροφοριών ,
- λειτουργικόσ
2. Someone who can be employed as a detective to collect information
- synonym:
- private detective ,
- PI ,
- private eye ,
- private investigator ,
- operative ,
- shamus ,
- sherlock
2. Κάποιος που μπορεί να απασχοληθεί ως ντετέκτιβ για τη συλλογή πληροφοριών
- συνώνυμο:
- ιδιωτικός ντετέκτιβ ,
- PI ,
- ιδιωτικό μάτι ,
- ιδιωτικός ερευνητής ,
- λειτουργικόσ ,
- shamus ,
- σέρλοκ
adjective
1. Being in force or having or exerting force
- "Operative regulations"
- "The major tendencies operative in the american political system"
- synonym:
- operative
1. Να είσαι σε ισχύ ή να έχεις ή να ασκείς δύναμη
- "Λειτουργικοί κανονισμοί"
- "Οι μεγάλες τάσεις λειτουργούν στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα"
- συνώνυμο:
- λειτουργικόσ
2. Relating to or requiring or amenable to treatment by surgery especially as opposed to medicine
- "A surgical appendix"
- "A surgical procedure"
- "Operative dentistry"
- synonym:
- surgical ,
- operative
2. Σχετίζεται ή απαιτεί ή επιδέχεται θεραπεία με χειρουργική επέμβαση, ειδικά σε αντίθεση με την ιατρική
- "Ένα χειρουργικό παράρτημα"
- "Μια χειρουργική επέμβαση"
- "Εγχειρητική οδοντιατρική"
- συνώνυμο:
- χειρουργική ,
- λειτουργικόσ
3. Effective
- Producing a desired effect
- "The operative word"
- synonym:
- operative
3. Αποτελεσματικός
- Παράγοντας ένα επιθυμητό αποτέλεσμα
- "Η λειτουργική λέξη"
- συνώνυμο:
- λειτουργικόσ
4. (of e.g. a machine) performing or capable of performing
- "In running (or working) order"
- "A functional set of brakes"
- synonym:
- running(a) ,
- operative ,
- functional ,
- working(a)
4. (. μιας μηχανής) που εκτελεί ή είναι ικανή να εκτελέσει
- "Σε σειρά εκτέλεσης (ή εργασίας)"
- "Ένα λειτουργικό σύνολο φρένων"
- συνώνυμο:
- τρέξιμο(α) ,
- λειτουργικόσ ,
- λειτουργικό ,
- εργασία(α)