Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "operational" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιχειρησιακή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Operational

[Λειτουργία]
/ɑpəreʃənəl/

adjective

1. Pertaining to a process or series of actions for achieving a result

  • "Operational difficulties"
  • "They assumed their operational positions"
    synonym:
  • operational

1. Σχετικά με μια διαδικασία ή μια σειρά ενεργειών για την επίτευξη ενός αποτελέσματος

  • "Λειτουργικές δυσκολίες"
  • "Ανέλαβαν τις επιχειρησιακές τους θέσεις"
    συνώνυμο:
  • λειτουργικός

2. Fit or ready for use or service

  • "The toaster was still functional even after being dropped"
  • "The lawnmower is a bit rusty but still usable"
  • "An operational aircraft"
  • "The dishwasher is now in working order"
    synonym:
  • functional
  • ,
  • usable
  • ,
  • useable
  • ,
  • operable
  • ,
  • operational

2. Εφαρμογή ή έτοιμο για χρήση ή εξυπηρέτηση

  • "Η τοστιέρα ήταν ακόμα λειτουργική ακόμα και μετά την πτώση"
  • "Η χλοοκοπτική μηχανή είναι λίγο σκουριασμένη αλλά ακόμα χρήσιμη"
  • "Επιχειρησιακό αεροσκάφος"
  • "Το πλυντήριο πιάτων είναι τώρα σε κατάσταση λειτουργίας"
    συνώνυμο:
  • λειτουργικός
  • ,
  • χρησιμοποιήσιμοσ
  • ,
  • λειτουργήσιμοσ

3. (military) of or intended for or involved in military operations

    synonym:
  • operational

3. (στρατιωτικό) ή προορίζεται ή εμπλέκεται σε στρατιωτικές επιχειρήσεις

    συνώνυμο:
  • λειτουργικός

4. Being in effect or operation

  • "De facto apartheid is still operational even in the `new' african nations"- leslie marmon silko
  • "Bus service is in operation during the emergency"
  • "The company had several operating divisions"
    synonym:
  • operational
  • ,
  • in operation(p)
  • ,
  • operating(a)

4. Είναι σε πράξη ή λειτουργία

  • "Το ντε φάκτο απαρτχάιντ εξακολουθεί να λειτουργεί ακόμη και στα `νέα' αφρικανικά έθνη" - λέσλι μαρμόν σίλκο
  • "Η υπηρεσία λεωφορείων είναι σε λειτουργία κατά τη διάρκεια της έκτακτης ανάγκης"
  • "Η εταιρεία είχε πολλές λειτουργικές διαιρέσεις"
    συνώνυμο:
  • λειτουργικός
  • ,
  • σε λειτουργία()
  • ,
  • λειτουργ()