Translation meaning & definition of the word "operation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λειτουργία" στην ελληνική γλώσσα
Operation
[Λειτουργία]noun
1. The state of being in effect or being operative
- "That rule is no longer in operation"
- synonym:
- operation
1. Η κατάσταση της ύπαρξης στην πράξη ή της λειτουργίας
- "Ο κανόνας αυτός δεν λειτουργεί πλέον"
- συνώνυμο:
- λειτουργία
2. A business especially one run on a large scale
- "A large-scale farming operation"
- "A multinational operation"
- "They paid taxes on every stage of the operation"
- "They had to consolidate their operations"
- synonym:
- operation
2. Μια επιχείρηση ειδικά μια λειτουργία σε μεγάλη κλίμακα
- "Μια μεγάλης κλίμακας γεωργική επιχείρηση"
- "Πολυεθνική επιχείρηση"
- "Πλήρωσαν φόρους σε κάθε στάδιο της επιχείρησης"
- "Έπρεπε να εδραιώσουν τις επιχειρήσεις τους"
- συνώνυμο:
- λειτουργία
3. A planned activity involving many people performing various actions
- "They organized a rescue operation"
- "The biggest police operation in french history"
- "Running a restaurant is quite an operation"
- "Consolidate the companies various operations"
- synonym:
- operation
3. Μια προγραμματισμένη δραστηριότητα που περιλαμβάνει πολλούς ανθρώπους που εκτελούν διάφορες ενέργειες
- "Οργάνωσαν μια επιχείρηση διάσωσης"
- "Η μεγαλύτερη αστυνομική επιχείρηση στη γαλλική ιστορία"
- "Η λειτουργία ενός εστιατορίου είναι αρκετά μια λειτουργία"
- "Ενοποιήστε τις εταιρείες διάφορες λειτουργίες"
- συνώνυμο:
- λειτουργία
4. (computer science) data processing in which the result is completely specified by a rule (especially the processing that results from a single instruction)
- "It can perform millions of operations per second"
- synonym:
- operation
4. (επιστήμη υπολογιστών) επεξεργασία δεδομένων στην οποία το αποτέλεσμα καθορίζεται πλήρως από έναν κανόνα (ειδικά η επεξεργασία
- "Μπορεί να εκτελέσει εκατομμύρια επιχειρήσεις ανά δευτερόλεπτο"
- συνώνυμο:
- λειτουργία
5. Activity by a military or naval force (as a maneuver or campaign)
- "It was a joint operation of the navy and air force"
- synonym:
- operation ,
- military operation
5. Δραστηριότητα από στρατιωτική ή ναυτική δύναμη (από ελιγμό ή εκστρατεία)
- "Ήταν μια κοινή επιχείρηση του ναυτικού και της αεροπορίας"
- συνώνυμο:
- λειτουργία ,
- στρατιωτική επιχείρηση
6. A medical procedure involving an incision with instruments
- Performed to repair damage or arrest disease in a living body
- "They will schedule the operation as soon as an operating room is available"
- "He died while undergoing surgery"
- synonym:
- operation ,
- surgery ,
- surgical operation ,
- surgical procedure ,
- surgical process
6. Ιατρική διαδικασία που περιλαμβάνει τομή με όργανα
- Εκτελείται για την αποκατάσταση ζημιών ή τη σύλληψη ασθενειών σε ένα ζωντανό σώμα
- "Θα προγραμματίσουν τη λειτουργία μόλις ένα χειρουργείο είναι διαθέσιμο"
- "Πέθανε ενώ υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση"
- συνώνυμο:
- λειτουργία ,
- χειρουργική ,
- χειρουργική επέμβαση ,
- χειρουργική διαδικασία
7. A process or series of acts especially of a practical or mechanical nature involved in a particular form of work
- "The operations in building a house"
- "Certain machine tool operations"
- synonym:
- operation ,
- procedure
7. Μια διαδικασία ή μια σειρά πράξεων ειδικά πρακτικού ή μηχανικού χαρακτήρα που εμπλέκονται σε μια συγκεκριμένη μορφή εργασίας
- "Οι επιχειρήσεις στην οικοδόμηση ενός σπιτιού"
- "Συγκεκριμένες λειτουργίες εργαλειομηχανών"
- συνώνυμο:
- λειτουργία ,
- διαδικασία
8. Process or manner of functioning or operating
- "The power of its engine determines its operation"
- "The plane's operation in high winds"
- "They compared the cooking performance of each oven"
- "The jet's performance conformed to high standards"
- synonym:
- operation ,
- functioning ,
- performance
8. Διαδικασία ή τρόπος λειτουργίας ή λειτουργίας
- "Η ισχύς του κινητήρα του καθορίζει τη λειτουργία του"
- "Η λειτουργία του αεροπλάνου σε ισχυρούς ανέμους"
- "Συνέκριναν την απόδοση μαγειρέματος κάθε φούρνου"
- "Η απόδοση του τζετ συμμορφώθηκε με υψηλά πρότυπα"
- συνώνυμο:
- λειτουργία ,
- απόδοση
9. (psychology) the performance of some composite cognitive activity
- An operation that affects mental contents
- "The process of thinking"
- "The cognitive operation of remembering"
- synonym:
- process ,
- cognitive process ,
- mental process ,
- operation ,
- cognitive operation
9. (ψυχολογία) η απόδοση κάποιας σύνθετης γνωστικής δραστηριότητας
- Μια επέμβαση που επηρεάζει το ψυχικό περιεχόμενο
- "Η διαδικασία της σκέψης"
- "Η γνωστική λειτουργία της ανάμνησης"
- συνώνυμο:
- διαδικασία ,
- γνωστική διαδικασία ,
- νοητική διαδικασία ,
- λειτουργία ,
- γνωστική λειτουργία
10. (mathematics) calculation by mathematical methods
- "The problems at the end of the chapter demonstrated the mathematical processes involved in the derivation"
- "They were learning the basic operations of arithmetic"
- synonym:
- mathematical process ,
- mathematical operation ,
- operation
10. (μαθηματικά) υπολογισμός με μαθηματικές μεθόδους
- "Τα προβλήματα στο τέλος του κεφαλαίου κατέδειξαν τις μαθηματικές διαδικασίες που εμπλέκονται στην παραγωγή"
- "Μαθαίνουν τις βασικές πράξεις της αριθμητικής"
- συνώνυμο:
- μαθηματική διαδικασία ,
- μαθηματική λειτουργία ,
- λειτουργία
11. The activity of operating something (a machine or business etc.)
- "Her smooth operation of the vehicle gave us a surprisingly comfortable ride"
- synonym:
- operation
11. Η δραστηριότητα της λειτουργίας κάτι (α μηχανή ή επιχείρηση κλπ.)
- "Η ομαλή λειτουργία του οχήματος μας έδωσε μια εκπληκτικά άνετη βόλτα"
- συνώνυμο:
- λειτουργία