Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "operating" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λειτουργία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Operating

[Λειτουργία]
/ɑpəretɪŋ/

adjective

1. Involved in a kind of operation

  • "The operating conditions of the oxidation pond"
    synonym:
  • operating

1. Συμμετέχει σε ένα είδος λειτουργίας

  • "Οι συνθήκες λειτουργίας της λίμνης οξείδωσης"
    συνώνυμο:
  • λειτουργία

2. Being in effect or operation

  • "De facto apartheid is still operational even in the `new' african nations"- leslie marmon silko
  • "Bus service is in operation during the emergency"
  • "The company had several operating divisions"
    synonym:
  • operational
  • ,
  • in operation(p)
  • ,
  • operating(a)

2. Είναι σε πράξη ή λειτουργία

  • "Το ντε φάκτο απαρτχάιντ εξακολουθεί να λειτουργεί ακόμη και στα `νέα' αφρικανικά έθνη" - λέσλι μαρμόν σίλκο
  • "Η υπηρεσία λεωφορείων είναι σε λειτουργία κατά τη διάρκεια της έκτακτης ανάγκης"
  • "Η εταιρεία είχε πολλές λειτουργικές διαιρέσεις"
    συνώνυμο:
  • λειτουργικός
  • ,
  • σε λειτουργία()
  • ,
  • λειτουργ()

Examples of using

Windows is a type of computer operating system.
Τα παράθυρα είναι ένας τύπος λειτουργικού συστήματος υπολογιστών.
Microsoft has a completely new operating system in the works.
Το διαθέτει ένα εντελώς νέο λειτουργικό σύστημα στα έργα.
Linux is a free operating system; you should try it.
Το λινούξ είναι ένα ελεύθερο λειτουργικό σύστημα, θα πρέπει να το δοκιμάσετε.