Translation meaning & definition of the word "openness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανοιχτότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Openness
[Ανοιχτότητα]/oʊpənnəs/
noun
1. Without obstructions to passage or view
- "The openness of the prairies"
- synonym:
- openness
1. Χωρίς εμπόδια στη διέλευση ή τη θέα
- "Η διαφάνεια των λιβαδιών"
- συνώνυμο:
- διαφάνεια
2. Characterized by an attitude of ready accessibility (especially about one's actions or purposes)
- Without concealment
- Not secretive
- synonym:
- openness ,
- nakedness
2. Χαρακτηρίζεται από μια στάση έτοιμης προσβασιμότητας (ειδικά για τις ενέργειες ή τους σκοπούς κάποιου)
- Χωρίς απόκρυψη
- Όχι μυστικοπαθής
- συνώνυμο:
- διαφάνεια ,
- γυμνότητα
3. Willingness or readiness to receive (especially impressions or ideas)
- "He was testing the government's receptiveness to reform"
- "This receptiveness is the key feature in oestral behavior, enabling natural mating to occur"
- "Their receptivity to the proposal"
- synonym:
- receptiveness ,
- receptivity ,
- openness
3. Προθυμία ή ετοιμότητα να λάβετε (ειδικά εντυπώσεις ή ιδέες)
- "Δοκίμαζε τη δεκτικότητα της κυβέρνησης στη μεταρρύθμιση"
- "Αυτή η δεκτικότητα είναι το βασικό χαρακτηριστικό της στοματικής συμπεριφοράς, επιτρέποντας την εμφάνιση φυσικού ζευγαρώματος"
- "Η δεκτικότητά τους στην πρόταση"
- συνώνυμο:
- δεκτικότητα ,
- διαφάνεια