Translation meaning & definition of the word "open" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανοιχτό" στην ελληνική γλώσσα
Open
[Ανοιχτός]noun
1. A clear or unobstructed space or expanse of land or water
- "Finally broke out of the forest into the open"
- synonym:
- open ,
- clear
1. Ένας διαυγής ή ανεμπόδιστος χώρος ή έκταση γης ή νερού
- "Επιτέλους ξέσπασε από το δάσος στο ύπαιθρο"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός ,
- σαφής
2. Where the air is unconfined
- "He wanted to get outdoors a little"
- "The concert was held in the open air"
- "Camping in the open"
- synonym:
- outdoors ,
- out-of-doors ,
- open air ,
- open
2. Όπου ο αέρας δεν έχει περιοριστεί
- "Θέλησε να πάει λίγο σε εξωτερικούς χώρους"
- "Η συναυλία πραγματοποιήθηκε στο ύπαιθρο"
- "Στο ύπαιθρο"
- συνώνυμο:
- εξωτερικός ,
- εξωπραγματογνώμονεσ ,
- ανοιχτός
3. A tournament in which both professionals and amateurs may play
- synonym:
- open
3. Ένα τουρνουά στο οποίο μπορούν να παίξουν τόσο οι επαγγελματίες όσο και οι ερασιτέχνες
- συνώνυμο:
- ανοιχτός
4. Information that has become public
- "All the reports were out in the open"
- "The facts had been brought to the surface"
- synonym:
- open ,
- surface
4. Πληροφορίες που έχουν γίνει δημόσιες
- "Όλες οι αναφορές ήταν ανοιχτές"
- "Τα γεγονότα είχαν φτάσει στην επιφάνεια"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός ,
- επιφάνεια
verb
1. Cause to open or to become open
- "Mary opened the car door"
- synonym:
- open ,
- open up
1. Αιτία να ανοίξει ή να γίνει ανοιχτό
- "Η μαρία άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός ,
- ανοίγω
2. Start to operate or function or cause to start operating or functioning
- "Open a business"
- synonym:
- open ,
- open up
2. Ξεκινήστε να λειτουργείτε ή να λειτουργείτε ή να αρχίσετε να λειτουργείτε ή να λειτουργείτε
- "Ανοίξτε μια επιχείρηση"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός ,
- ανοίγω
3. Become open
- "The door opened"
- synonym:
- open ,
- open up
3. Γίνομαι ανοιχτός
- "Η πόρτα άνοιξε"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός ,
- ανοίγω
4. Begin or set in action, of meetings, speeches, recitals, etc.
- "He opened the meeting with a long speech"
- synonym:
- open
4. Έναρξη ή έναρξη δράσης, συνεδριάσεων, ομιλιών, αιτιολογικών σκέψεων κ.λπ.
- "Άνοιξε τη συνάντηση με μια μακρά ομιλία"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός
5. Spread out or open from a closed or folded state
- "Open the map"
- "Spread your arms"
- synonym:
- unfold ,
- spread ,
- spread out ,
- open
5. Απλώστε έξω ή ανοίξτε από μια κλειστή ή διπλωμένη κατάσταση
- "Ανοίξτε τον χάρτη"
- "Διαδώστε τα χέρια σας"
- συνώνυμο:
- ξεδιπλώνω ,
- διαδίδω ,
- απλώνω ,
- ανοιχτός
6. Make available
- "This opens up new possibilities"
- synonym:
- open ,
- open up
6. Διαθέτω
- "Αυτό ανοίγει νέες δυνατότητες"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός ,
- ανοίγω
7. Become available
- "An opportunity opened up"
- synonym:
- open ,
- open up
7. Γίνεται διαθέσιμος
- "Μια ευκαιρία ανοίγει"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός ,
- ανοίγω
8. Have an opening or passage or outlet
- "The bedrooms open into the hall"
- synonym:
- open
8. Έχετε άνοιγμα ή πέρασμα ή έξοδο
- "Τα υπνοδωμάτια ανοίγουν στην αίθουσα"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός
9. Make the opening move
- "Kasparov opened with a standard opening"
- synonym:
- open
9. Κάντε την κίνηση ανοίγματος
- "Ο κασπάροφ άνοιξε με ένα τυπικό άνοιγμα"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός
10. Afford access to
- "The door opens to the patio"
- "The french doors give onto a terrace"
- synonym:
- afford ,
- open ,
- give
10. Παρέχει πρόσβαση σε
- "Η πόρτα ανοίγει στο αίθριο"
- "Οι γαλλικές πόρτες δίνουν σε μια βεράντα"
- συνώνυμο:
- αντέχω ,
- ανοιχτός ,
- δίνω
11. Display the contents of a file or start an application as on a computer
- synonym:
- open
11. Εμφάνιση των περιεχομένων ενός αρχείου ή έναρξη μιας εφαρμογής όπως σε έναν υπολογιστή
- συνώνυμο:
- ανοιχτός
adjective
1. Affording unobstructed entrance and exit
- Not shut or closed
- "An open door"
- "They left the door open"
- synonym:
- open ,
- unfastened
1. Παρέχοντας την ανεμπόδιστη είσοδο και την έξοδο
- Δεν είναι κλειστό ή κλειστό
- "Μια ανοιχτή πόρτα"
- "Άφησαν την πόρτα ανοιχτή"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός ,
- ανεπαίσθητοσ
2. Affording free passage or access
- "Open drains"
- "The road is open to traffic"
- "Open ranks"
- synonym:
- open
2. Παρέχοντας ελεύθερη διέλευση ή πρόσβαση
- "Ανοικτές αποχετεύσεις"
- "Ο δρόμος είναι ανοιχτός στην κυκλοφορία"
- "Ανοιχτές τάξεις"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός
3. With no protection or shield
- "The exposed northeast frontier"
- "Open to the weather"
- "An open wound"
- synonym:
- exposed ,
- open
3. Χωρίς προστασία ή ασπίδα
- "Το εκτεθειμένο βορειοανατολικό σύνορο"
- "Ανοιχτό στον καιρό"
- "Ανοιχτή πληγή"
- συνώνυμο:
- εκτεθειμένοσ ,
- ανοιχτός
4. Open to or in view of all
- "An open protest"
- "An open letter to the editor"
- synonym:
- open
4. Ανοιχτό προς ή ενόψει όλων
- "Ανοιχτή διαμαρτυρία"
- "Ανοιχτή επιστολή προς τον εκδότη"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός
5. Used of mouth or eyes
- "Keep your eyes open"
- "His mouth slightly opened"
- synonym:
- open ,
- opened
5. Χρησιμοποιείται από το στόμα ή τα μάτια
- "Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά"
- "Το στόμα του άνοιξε ελαφρώς"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός ,
- άνοιξε
6. Not having been filled
- "The job is still open"
- synonym:
- open
6. Δεν είχε γεμίσει
- "Η δουλειά είναι ακόμα ανοιχτή"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός
7. Accessible to all
- "Open season"
- "An open economy"
- synonym:
- open
7. Προσβάσιμο σε όλους
- "Ανοιχτή σεζόν"
- "Ανοιχτή οικονομία"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός
8. Not defended or capable of being defended
- "An open city"
- "Open to attack"
- synonym:
- assailable ,
- undefendable ,
- undefended ,
- open
8. Δεν υπερασπίζονται ή δεν μπορούν να υπερασπιστούν
- "Μια ανοιχτή πόλη"
- "Ανοιχτό στην επίθεση"
- συνώνυμο:
- διακεκριμένοσ ,
- ανυπολόγιστοσ ,
- αήττητοσ ,
- ανοιχτός
9. (of textures) full of small openings or gaps
- "An open texture"
- "A loose weave"
- synonym:
- loose ,
- open
9. ( των υφών) γεμάτο μικρά ανοίγματα ή κενά
- "Ανοιχτή υφή"
- "Μια χαλαρή ύφανση"
- συνώνυμο:
- χαλαρός ,
- ανοιχτός
10. Having no protecting cover or enclosure
- "An open boat"
- "An open fire"
- "Open sports cars"
- synonym:
- open
10. Χωρίς προστατευτικό κάλυμμα ή περίφραξη
- "Ανοιχτό σκάφος"
- "Ανοιχτή φωτιά"
- "Ανοιχτά σπορ αυτοκίνητα"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός
11. (set theory) of an interval that contains neither of its endpoints
- synonym:
- open
11. Θεωρία (σετ ) ενός διαστήματος που δεν περιέχει κανένα από τα τελικά σημεία του
- συνώνυμο:
- ανοιχτός
12. Not brought to a conclusion
- Subject to further thought
- "An open question"
- "Our position on this bill is still undecided"
- "Our lawsuit is still undetermined"
- synonym:
- open ,
- undecided ,
- undetermined ,
- unresolved
12. Δεν κατέληξε σε συμπέρασμα
- Υπόκειται σε περαιτέρω σκέψη
- "Ανοιχτή ερώτηση"
- "Η θέση μας σε αυτό το νομοσχέδιο εξακολουθεί να είναι αναποφάσιστη"
- "Η αγωγή μας είναι ακόμα απροσδιόριστη"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός ,
- αναποφάσιστοσ ,
- απροσδιόριστοσ ,
- ανεπίλυτοσ
13. Not sealed or having been unsealed
- "The letter was already open"
- "The opened package lay on the table"
- synonym:
- open ,
- opened
13. Δεν έχει σφραγιστεί ή έχει αποσφραγιστεί
- "Το γράμμα ήταν ήδη ανοιχτό"
- "Το ανοιχτό πακέτο βρισκόταν στο τραπέζι"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός ,
- άνοιξε
14. Without undue constriction as from e.g. tenseness or inhibition
- "The clarity and resonance of an open tone"
- "Her natural and open response"
- synonym:
- open
14. Χωρίς αδικαιολόγητη συστολή από π.χ. εκτατότητα ή αναστολή
- "Η σαφήνεια και ο συντονισμός ενός ανοιχτού τόνου"
- "Φυσική και ανοιχτή απάντηση"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός
15. Ready or willing to receive favorably
- "Receptive to the proposals"
- synonym:
- receptive ,
- open
15. Έτοιμη ή πρόθυμη να λάβει ευνοϊκά
- "Ανταπόκριση στις προτάσεις"
- συνώνυμο:
- δεκτικός ,
- ανοιχτός
16. Open and observable
- Not secret or hidden
- "An overt lie"
- "Overt hostility"
- "Overt intelligence gathering"
- "Open ballots"
- synonym:
- overt ,
- open
16. Ανοιχτό και παρατηρήσιμο
- Ούτε μυστικό ούτε κρυφό
- "Ένα προφανές ψέμα"
- "Υπερβολική εχθρότητα"
- "Συλλογή πληροφοριών"
- "Ανοιχτά ψηφοδέλτια"
- συνώνυμο:
- προσπέρασε ,
- ανοιχτός
17. Not requiring union membership
- "An open shop employs nonunion workers"
- synonym:
- open(a)
17. Δεν απαιτείται ένταξη στην ένωση
- "Ένα ανοιχτό κατάστημα απασχολεί εργαζόμενους εκτός συνδικάτου"
- συνώνυμο:
- ανοικτό(
18. Possibly accepting or permitting
- "A passage capable of misinterpretation"
- "Open to interpretation"
- "An issue open to question"
- "The time is fixed by the director and players and therefore subject to much variation"
- synonym:
- capable ,
- open ,
- subject
18. Πιθανόν να αποδεχτεί ή να επιτρέψει
- "Ένα απόσπασμα ικανό να παρερμηνεύσει"
- "Ανοιχτό στην ερμηνεία"
- "Ένα θέμα ανοιχτό στην ερώτηση"
- "Ο χρόνος καθορίζεται από τον σκηνοθέτη και τους παίκτες και ως εκ τούτου υπόκειται σε μεγάλη παραλλαγή"
- συνώνυμο:
- ικανός ,
- ανοιχτός ,
- θέμα
19. Affording free passage or view
- "A clear view"
- "A clear path to victory"
- "Open waters"
- "The open countryside"
- synonym:
- clear ,
- open
19. Παρέχοντας ελεύθερη διέλευση ή προβολή
- "Μια σαφής άποψη"
- "Ένας σαφής δρόμος προς τη νίκη"
- "Ανοιχτά νερά"
- "Η ανοιχτή περιοχή"
- συνώνυμο:
- σαφής ,
- ανοιχτός
20. Openly straightforward and direct without reserve or secretiveness
- "His candid eyes"
- "An open and trusting nature"
- "A heart-to-heart talk"
- synonym:
- candid ,
- open ,
- heart-to-heart
20. Ανοιχτά απλό και άμεσο χωρίς επιφύλαξη ή μυστικότητα
- "Τα ειλικρινή μάτια"
- "Ανοιχτή και εμπιστευτική φύση"
- "Μια συζήτηση καρδιάς με καρδιά"
- συνώνυμο:
- ειλικρινής ,
- ανοιχτός ,
- καρδιά με καρδιά
21. Ready for business
- "The stores are open"
- synonym:
- open
21. Έτοιμος για επιχειρήσεις
- "Τα καταστήματα είναι ανοιχτά"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός