Translation meaning & definition of the word "opaque" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νάρκη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Opaque
[Αδιαφανής]/oʊpek/
adjective
1. Not transmitting or reflecting light or radiant energy
- Impenetrable to sight
- "Opaque windows of the jail"
- "Opaque to x-rays"
- synonym:
- opaque
1. Δεν μεταδίδει ή αντανακλά την ενέργεια φωτός ή ακτινοβολίας
- Αδιαπέραστος στην όραση
- "Παράθυρα της φυλακής"
- "Επαρκής σε ακτίνες χ"
- συνώνυμο:
- αδιαφανής
2. Not clearly understood or expressed
- synonym:
- opaque ,
- unintelligible
2. Δεν είναι σαφώς κατανοητό ή εκφρασμένο
- συνώνυμο:
- αδιαφανής ,
- ακατανόητοσ
Examples of using
The truth is opaque and consequently imperceptible.
Η αλήθεια είναι αδιαφανής και κατά συνέπεια ανεπαίσθητη.