Translation meaning & definition of the word "omnibus" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παντοδύναμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Omnibus
[Ομνήμπους]/ɑmnəbəs/
noun
1. An anthology of articles on a related subject or an anthology of the works of a single author
- synonym:
- omnibus
1. Μια ανθολογία άρθρων σχετικά με ένα σχετικό θέμα ή μια ανθολογία των έργων ενός μόνο συγγραφέα
- συνώνυμο:
- ομνήμπους
2. A vehicle carrying many passengers
- Used for public transport
- "He always rode the bus to work"
- synonym:
- bus ,
- autobus ,
- coach ,
- charabanc ,
- double-decker ,
- jitney ,
- motorbus ,
- motorcoach ,
- omnibus ,
- passenger vehicle
2. Ένα όχημα που μεταφέρει πολλούς επιβάτες
- Χρησιμοποιείται για τις δημόσιες συγκοινωνίες
- "Πάντα οδηγούσε το λεωφορείο για να δουλέψει"
- συνώνυμο:
- λεωφορείο ,
- αυτόματοσ ,
- προπονητής ,
- τσαραμπάνκ ,
- διπλός ντέκερ ,
- νεράιδα ,
- αυτοκινητόδρομο ,
- ομνήμπους ,
- επιβατικό όχημα
adjective
1. Providing for many things at once
- "An omnibus law"
- synonym:
- omnibus(a)
1. Παρέχοντας πολλά πράγματα ταυτόχρονα
- "Ένας νόμος των παντοδύναμων"
- συνώνυμο:
- ομνιβουσι(α