Translation meaning & definition of the word "omit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμφάνιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Omit
[Παραλείπω]/oʊmɪt/
verb
1. Prevent from being included or considered or accepted
- "The bad results were excluded from the report"
- "Leave off the top piece"
- synonym:
- exclude ,
- except ,
- leave out ,
- leave off ,
- omit ,
- take out
1. Να αποτραπεί η συμπερίληψη ή η εξέταση ή η αποδοχή
- "Τα κακά αποτελέσματα αποκλείστηκαν από την έκθεση"
- "Αφήστε το πάνω κομμάτι"
- συνώνυμο:
- αποκλείω ,
- εκτός από ,
- αφήνω έξω ,
- αποχωρώ ,
- παραλείπω ,
- βγάζω έξω
2. Leave undone or leave out
- "How could i miss that typo?"
- "The workers on the conveyor belt miss one out of ten"
- synonym:
- neglect ,
- pretermit ,
- omit ,
- drop ,
- miss ,
- leave out ,
- overlook ,
- overleap
2. Αφήστε το να αναιρεθεί ή να φύγει έξω
- "Πώς να χάσω αυτό το τυπογραφικό λάθος?"
- "Οι εργαζόμενοι στη ζώνη μεταφορέων χάνουν ένα στα δέκα"
- συνώνυμο:
- παραμέληση ,
- προετοιμάζω ,
- παραλείπω ,
- πτώση ,
- απολαμβάνω ,
- αφήνω έξω ,
- παραβλέπω ,
- υπερχείλιση
Examples of using
You can omit the last chapter of the book.
Μπορείτε να παραλείψετε το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου.