Translation meaning & definition of the word "olive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελιά" στην ελληνική γλώσσα
Olive
[Ελιά]noun
1. Small ovoid fruit of the european olive tree
- Important food and source of oil
- synonym:
- olive
1. Μικρός ωοειδής καρπός της ευρωπαϊκής ελιάς
- Σημαντική τροφή και πηγή πετρελαίου
- συνώνυμο:
- ελιά
2. Evergreen tree cultivated in the mediterranean region since antiquity and now elsewhere
- Has edible shiny black fruits
- synonym:
- olive ,
- European olive tree ,
- Olea europaea
2. Αειθαλές δέντρο που καλλιεργείται στην περιοχή της μεσογείου από την αρχαιότητα και τώρα αλλού
- Έχει βρώσιμα λαμπερά μαύρα φρούτα
- συνώνυμο:
- ελιά ,
- Ευρωπαϊκή ελιά ,
- Ολέα Ευρωπαία
3. Hard yellow often variegated wood of an olive tree
- Used in cabinetwork
- synonym:
- olive
3. Σκληρό κίτρινο συχνά ποικιλόμορφο ξύλο ελιάς
- Χρησιμοποιημένος στη γραφειοκρατία
- συνώνυμο:
- ελιά
4. One-seeded fruit of the european olive tree usually pickled and used as a relish
- synonym:
- olive
4. Ο ενός σπόρου καρπός της ευρωπαϊκής ελιάς συνήθως τουρσί και χρησιμοποιείται ως απολαυστικό
- συνώνυμο:
- ελιά
5. A yellow-green color of low brightness and saturation
- synonym:
- olive
5. Ένα κίτρινο-πράσινο χρώμα χαμηλής φωτεινότητας και κορεσμού
- συνώνυμο:
- ελιά
adjective
1. Of a yellow-green color similar to that of an unripe olive
- synonym:
- olive
1. Από κίτρινο-πράσινο χρώμα παρόμοιο με αυτό μιας άγουρης ελιάς
- συνώνυμο:
- ελιά