Translation meaning & definition of the word "older" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παλαιότερα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Older
[Μεγαλύτερος]/oʊldər/
adjective
1. Advanced in years
- (`aged' is pronounced as two syllables)
- "Aged members of the society"
- "Elderly residents could remember the construction of the first skyscraper"
- "Senior citizen"
- synonym:
- aged ,
- elderly ,
- older ,
- senior
1. Προχωρημένος στα χρόνια
- (`ηλικίας προφέρεται ως δύο συλλαβές)
- "Ηλικιωμένα μέλη της κοινωνίας"
- "Οι περισσότεροι κάτοικοι θα μπορούσαν να θυμηθούν την κατασκευή του πρώτου ουρανοξύστη"
- "Ανώτερος πολίτης"
- συνώνυμο:
- ηλικιωμένοσ ,
- μεγαλύτερησ ,
- ανώτερος
2. Used of the older of two persons of the same name especially used to distinguish a father from his son
- "Bill adams, sr."
- synonym:
- elder ,
- older ,
- sr.
2. Χρησιμοποιείται από τα μεγαλύτερα από δύο άτομα με το ίδιο όνομα ειδικά χρησιμοποιείται για να διακρίνει έναν πατέρα από το γιο του
- "Μπιλ άνταμς, σρ."
- συνώνυμο:
- πρεσβύτερος ,
- μεγαλύτερησ ,
- σρ.
3. Skilled through long experience
- "An old offender"
- "The older soldiers"
- synonym:
- old ,
- older
3. Εξειδικευμένος μέσω της μακροχρόνιας εμπειρίας
- "Ένας παλιός δράστης"
- "Οι παλαιότεροι στρατιώτες"
- συνώνυμο:
- παλαιός ,
- μεγαλύτερησ
Examples of using
The government plans to scrap some of the older planes.
Η κυβέρνηση σχεδιάζει να απορρίψει μερικά από τα παλαιότερα αεροπλάνα.
I'm not as slim as my older sister.
Δεν είμαι τόσο λεπτή όσο η μεγαλύτερη αδερφή μου.
I think the world is much older than the Bible tells us, but honestly, when I look around — it looks much younger!
Νομίζω ότι ο κόσμος είναι πολύ παλαιότερος από ό, τι μας λέει η Βίβλος, αλλά ειλικρινά, όταν κοιτάζω γύρω μου — φαίνεται πολύ νεότερος!