Translation meaning & definition of the word "olden" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανταλλαγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Olden
[Παλαιότερα]/oʊldən/
adjective
1. Long past
- "Olden days"
- synonym:
- olden
1. Μακρύ παρελθόν
- "Παλιές μέρες"
- συνώνυμο:
- παλαιότερεσ
Examples of using
But where are the snows of olden days?
Πού είναι τα χιόνια των παλιών ημερών?
In olden times, football was popular in both Greece and Rome.
Στα παλιά χρόνια, το ποδόσφαιρο ήταν δημοφιλές τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Ρώμη.