Translation meaning & definition of the word "oily" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λίπος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Oily
[Λιπαρά]/ɔɪli/
adjective
1. Containing an unusual amount of grease or oil
- "Greasy hamburgers"
- "Oily fried potatoes"
- "Oleaginous seeds"
- synonym:
- greasy ,
- oily ,
- sebaceous ,
- oleaginous
1. Περιέχει μια ασυνήθιστη ποσότητα λίπους ή λαδιού
- "Λιπαρά χάμπουργκερ"
- "Λιπαρές πατάτες τηγανητές"
- "Ελαιώδεις σπόροι"
- συνώνυμο:
- λιπαρός ,
- σμηγματογόνου ,
- ελαιώδησ
2. Unpleasantly and excessively suave or ingratiating in manner or speech
- "Buttery praise"
- "Gave him a fulsome introduction"
- "An oily sycophantic press agent"
- "Oleaginous hypocrisy"
- "Smarmy self-importance"
- "The unctuous uriah heep"
- "Soapy compliments"
- synonym:
- buttery ,
- fulsome ,
- oily ,
- oleaginous ,
- smarmy ,
- soapy ,
- unctuous
2. Δυσάρεστα και υπερβολικά υπερβολικά υπερβάλλουν ή βασανίζουν με τον τρόπο ή την ομιλία
- "Έπαινος βουτύρου"
- "Του έδωσα μια επιπόλαιη εισαγωγή"
- "Ένας λιπαρός συκοφαντικός πράκτορας τύπου"
- "Ελαφρά υποκρισία"
- "Μεγαλειώδης αυτο-σημασία"
- "Το ανειλικρινές ουρία χείπ"
- "Σαπουνόφουσκα συγχαρητήρια"
- συνώνυμο:
- βουτυρώδησ ,
- επιπόλαιοσ ,
- λιπαρός ,
- ελαιώδησ ,
- αστείοσ ,
- σαπουνάδα ,
- ανεπαίσθητοσ
3. Coated or covered with oil
- "Oily puddles in the streets"
- synonym:
- oily
3. Επικαλυμμένο ή καλυμμένο με λάδι
- "Λιπαρές λακκούβες στους δρόμους"
- συνώνυμο:
- λιπαρός
4. Smeared or soiled with grease or oil
- "Greasy coveralls"
- "Get rid of rubbish and oily rags"
- synonym:
- greasy ,
- oily
4. Λερωμένο ή λερωμένο με γράσο ή λάδι
- "Λιπαρές εγκαταστάσεις"
- "Απαλλαγείτε από τα σκουπίδια και τα λιπαρά κουρέλια"
- συνώνυμο:
- λιπαρός