Translation meaning & definition of the word "oiled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λαδωμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Oiled
[Καταβροχθίζω]/ɔɪld/
adjective
1. Treated with oil
- "Oiled country roads"
- "An oiled walnut table"
- synonym:
- oiled
1. Αντιμετωπίζονται με λάδι
- "Παλαιοί δρόμοι της χώρας"
- "Ένα λαδωμένο τραπέζι καρυδιάς"
- συνώνυμο:
- λαδωμένο
Examples of using
I oiled my bicycle.
Έλαβα το ποδήλατό μου.
Mary oiled her bicycle.
Η Μαίρη πήρε το ποδήλατό της.