Translation meaning & definition of the word "oh" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Oh
[Ω Ω Ω Ω]/oʊ/
noun
1. A midwestern state in north central united states in the great lakes region
- synonym:
- Ohio ,
- Buckeye State ,
- OH
1. Μια μεσοδυτική πολιτεία στις βόρειες κεντρικές ηνωμένες πολιτείες στην περιοχή των μεγάλων λιμνών
- συνώνυμο:
- Οχάιο ,
- Κράτος Μπούκεϊ ,
- Ω