Translation meaning & definition of the word "oft" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τελευταία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Oft
[Κατασκευασμένοσ]/ɔft/
adverb
1. Many times at short intervals
- "We often met over a cup of coffee"
- synonym:
- frequently ,
- often ,
- oftentimes ,
- oft ,
- ofttimes
1. Πολλές φορές σε σύντομα διαστήματα
- "Συχνά συναντιόμαστε πάνω από ένα φλιτζάνι καφέ"
- συνώνυμο:
- συχνά ,
- πολλές φορές ,
- από ,
- επίμονα
Examples of using
A woman's mind and winter wind change oft.
Το μυαλό μιας γυναίκας και ο χειμερινός άνεμος αλλάζουν.