Translation meaning & definition of the word "offshore" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπεράκτια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Offshore
[Υπεράκτια]/ɔfʃɔr/
adjective
1. (of winds) coming from the land
- "Offshore winds"
- synonym:
- offshore ,
- seaward
1. ( των ανεμοδασών) που προέρχονται από τη γη
- "Υπεράκτιοι άνεμοι"
- συνώνυμο:
- υπεράκτια ,
- παραλία
2. At some distance from the shore
- "Offshore oil reserves"
- "An offshore island"
- synonym:
- offshore
2. Σε κάποια απόσταση από την ακτή
- "Υπεράκτια αποθέματα πετρελαίου"
- "Ένα υπεράκτιο νησί"
- συνώνυμο:
- υπεράκτια
adverb
1. Away from shore
- Away from land
- "Cruising three miles offshore"
- synonym:
- offshore
1. Μακριά από την ακτή
- Μακριά από τη γη
- "Τρεις κρουαζιέρες υπεράκτια μίλια"
- συνώνυμο:
- υπεράκτια