Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "offset" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "προβληματισμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Offset

[Όφσετ]
/ɔfsɛt/

noun

1. The time at which something is supposed to begin

  • "They got an early start"
  • "She knew from the get-go that he was the man for her"
    synonym:
  • beginning
  • ,
  • commencement
  • ,
  • first
  • ,
  • outset
  • ,
  • get-go
  • ,
  • start
  • ,
  • kickoff
  • ,
  • starting time
  • ,
  • showtime
  • ,
  • offset

1. Η στιγμή που κάτι υποτίθεται ότι πρέπει να ξεκινήσει

  • "Έχει μια πρόωρη αρχή"
  • "Γνώριζε από το ξεκίνημα ότι ήταν ο άνθρωπος για εκείνη"
    συνώνυμο:
  • αρχή
  • ,
  • έναρξη
  • ,
  • πρώτος
  • ,
  • πηγαίνω
  • ,
  • ξεκινώ
  • ,
  • εκτοξεύω
  • ,
  • ώρα έναρξης
  • ,
  • εμφάνιση
  • ,
  • αντισταθμιστικό

2. A compensating equivalent

    synonym:
  • counterbalance
  • ,
  • offset

2. Ισοδύναμο αντιστάθμισης

    συνώνυμο:
  • αντιστάθμιση
  • ,
  • αντισταθμιστικό

3. A horizontal branch from the base of plant that produces new plants from buds at its tips

    synonym:
  • stolon
  • ,
  • runner
  • ,
  • offset

3. Ένας οριζόντιος κλάδος από τη βάση του φυτού που παράγει νέα φυτά από μπουμπούκια στις άκρες του

    συνώνυμο:
  • στόλον
  • ,
  • δρομέας
  • ,
  • αντισταθμιστικό

4. A natural consequence of development

    synonym:
  • outgrowth
  • ,
  • branch
  • ,
  • offshoot
  • ,
  • offset

4. Φυσική συνέπεια της ανάπτυξης

    συνώνυμο:
  • εκφύλιση
  • ,
  • υποκατάστημα
  • ,
  • παραπλεύρω
  • ,
  • αντισταθμιστικό

5. A plate makes an inked impression on a rubber-blanketed cylinder, which in turn transfers it to the paper

    synonym:
  • offset
  • ,
  • offset printing

5. Μια πλάκα κάνει μια μελανιασμένη εντύπωση σε έναν κύλινδρο με καουτσούκ, ο οποίος με τη σειρά του το μεταφέρει στο χαρτί

    συνώνυμο:
  • αντισταθμιστικό
  • ,
  • εκτύπωση όφσετ

6. Structure where a wall or building narrows abruptly

    synonym:
  • set-back
  • ,
  • setoff
  • ,
  • offset

6. Δομή όπου ένας τοίχος ή ένα κτίριο στενεύει απότομα

    συνώνυμο:
  • αναπαραγωγή
  • ,
  • αποβάλλω
  • ,
  • αντισταθμιστικό

verb

1. Compensate for or counterbalance

  • "Offset deposits and withdrawals"
    synonym:
  • offset
  • ,
  • countervail

1. Αντιστάθμιση ή αντιστάθμιση

  • "Καταθέσεις και αναλήψεις προβλημάτων"
    συνώνυμο:
  • αντισταθμιστικό
  • ,
  • αντισταθμιστήσ

2. Make up for

  • "His skills offset his opponent's superior strength"
    synonym:
  • cancel
  • ,
  • offset
  • ,
  • set off

2. Αντισταθμίζω

  • "Οι ικανότητές του αντισταθμίζουν την ανώτερη δύναμη του αντιπάλου του"
    συνώνυμο:
  • ακυρώνω
  • ,
  • αντισταθμιστικό
  • ,
  • ξεκινώ

3. Cause (printed matter) to transfer or smear onto another surface

    synonym:
  • offset

3. Αιτία (εκτυπωμένη ύλη) να μεταφέρει ή να επιχρίσει σε άλλη επιφάνεια

    συνώνυμο:
  • αντισταθμιστικό

4. Create an offset in

  • "Offset a wall"
    synonym:
  • offset

4. Δημιουργήστε μια μετατόπιση σε

  • "Στήστε έναν τοίχο"
    συνώνυμο:
  • αντισταθμιστικό

5. Produce by offset printing

  • "Offset the conference proceedings"
    synonym:
  • offset

5. Προϊόντα με εκτύπωση όφσετ

  • "Προβείτε στις διαδικασίες του συνεδρίου"
    συνώνυμο:
  • αντισταθμιστικό