Translation meaning & definition of the word "offset" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "προβληματισμός" στην ελληνική γλώσσα
Offset
[Όφσετ]noun
1. The time at which something is supposed to begin
- "They got an early start"
- "She knew from the get-go that he was the man for her"
- synonym:
- beginning ,
- commencement ,
- first ,
- outset ,
- get-go ,
- start ,
- kickoff ,
- starting time ,
- showtime ,
- offset
1. Η στιγμή που κάτι υποτίθεται ότι πρέπει να ξεκινήσει
- "Έχει μια πρόωρη αρχή"
- "Γνώριζε από το ξεκίνημα ότι ήταν ο άνθρωπος για εκείνη"
- συνώνυμο:
- αρχή ,
- έναρξη ,
- πρώτος ,
- πηγαίνω ,
- ξεκινώ ,
- εκτοξεύω ,
- ώρα έναρξης ,
- εμφάνιση ,
- αντισταθμιστικό
2. A compensating equivalent
- synonym:
- counterbalance ,
- offset
2. Ισοδύναμο αντιστάθμισης
- συνώνυμο:
- αντιστάθμιση ,
- αντισταθμιστικό
3. A horizontal branch from the base of plant that produces new plants from buds at its tips
- synonym:
- stolon ,
- runner ,
- offset
3. Ένας οριζόντιος κλάδος από τη βάση του φυτού που παράγει νέα φυτά από μπουμπούκια στις άκρες του
- συνώνυμο:
- στόλον ,
- δρομέας ,
- αντισταθμιστικό
4. A natural consequence of development
- synonym:
- outgrowth ,
- branch ,
- offshoot ,
- offset
4. Φυσική συνέπεια της ανάπτυξης
- συνώνυμο:
- εκφύλιση ,
- υποκατάστημα ,
- παραπλεύρω ,
- αντισταθμιστικό
5. A plate makes an inked impression on a rubber-blanketed cylinder, which in turn transfers it to the paper
- synonym:
- offset ,
- offset printing
5. Μια πλάκα κάνει μια μελανιασμένη εντύπωση σε έναν κύλινδρο με καουτσούκ, ο οποίος με τη σειρά του το μεταφέρει στο χαρτί
- συνώνυμο:
- αντισταθμιστικό ,
- εκτύπωση όφσετ
6. Structure where a wall or building narrows abruptly
- synonym:
- set-back ,
- setoff ,
- offset
6. Δομή όπου ένας τοίχος ή ένα κτίριο στενεύει απότομα
- συνώνυμο:
- αναπαραγωγή ,
- αποβάλλω ,
- αντισταθμιστικό
verb
1. Compensate for or counterbalance
- "Offset deposits and withdrawals"
- synonym:
- offset ,
- countervail
1. Αντιστάθμιση ή αντιστάθμιση
- "Καταθέσεις και αναλήψεις προβλημάτων"
- συνώνυμο:
- αντισταθμιστικό ,
- αντισταθμιστήσ
2. Make up for
- "His skills offset his opponent's superior strength"
- synonym:
- cancel ,
- offset ,
- set off
2. Αντισταθμίζω
- "Οι ικανότητές του αντισταθμίζουν την ανώτερη δύναμη του αντιπάλου του"
- συνώνυμο:
- ακυρώνω ,
- αντισταθμιστικό ,
- ξεκινώ
3. Cause (printed matter) to transfer or smear onto another surface
- synonym:
- offset
3. Αιτία (εκτυπωμένη ύλη) να μεταφέρει ή να επιχρίσει σε άλλη επιφάνεια
- συνώνυμο:
- αντισταθμιστικό
4. Create an offset in
- "Offset a wall"
- synonym:
- offset
4. Δημιουργήστε μια μετατόπιση σε
- "Στήστε έναν τοίχο"
- συνώνυμο:
- αντισταθμιστικό
5. Produce by offset printing
- "Offset the conference proceedings"
- synonym:
- offset
5. Προϊόντα με εκτύπωση όφσετ
- "Προβείτε στις διαδικασίες του συνεδρίου"
- συνώνυμο:
- αντισταθμιστικό