Translation meaning & definition of the word "officer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επίσημος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Officer
[Αξιωματικός]/ɔfəsər/
noun
1. Any person in the armed services who holds a position of authority or command
- "An officer is responsible for the lives of his men"
- synonym:
- military officer ,
- officer
1. Κάθε πρόσωπο στις ένοπλες υπηρεσίες που κατέχει θέση εξουσίας ή διοίκησης
- "Ένας αξιωματικός είναι υπεύθυνος για τη ζωή των ανδρών του"
- συνώνυμο:
- στρατιωτικός αξιωματικός ,
- αξιωματικός
2. Someone who is appointed or elected to an office and who holds a position of trust
- "He is an officer of the court"
- "The club elected its officers for the coming year"
- synonym:
- officeholder ,
- officer
2. Κάποιος που διορίζεται ή εκλέγεται σε γραφείο και κατέχει θέση εμπιστοσύνης
- "Είναι αξιωματικός του δικαστηρίου"
- "Ο σύλλογος εξέλεξε τους αξιωματικούς του για το επόμενο έτος"
- συνώνυμο:
- ενώπιον ,
- αξιωματικός
3. A member of a police force
- "It was an accident, officer"
- synonym:
- policeman ,
- police officer ,
- officer
3. Μέλος αστυνομικής δύναμης
- "Ήταν ένα ατύχημα, αξιωματικός"
- συνώνυμο:
- αστυνομικός ,
- αξιωματικός
4. A person authorized to serve in a position of authority on a vessel
- "He is the officer in charge of the ship's engines"
- synonym:
- officer ,
- ship's officer
4. Πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να υπηρετεί σε θέση εξουσίας σε σκάφος
- "Είναι ο αξιωματικός που είναι υπεύθυνος για τις μηχανές του πλοίου"
- συνώνυμο:
- αξιωματικός ,
- αξιωματικός του πλοίου
verb
1. Direct or command as an officer
- synonym:
- officer
1. Άμεση ή διοίκηση ως αξιωματικός
- συνώνυμο:
- αξιωματικός
Examples of using
The police officer asked me what my name was.
Ο αστυνομικός με ρώτησε ποιο ήταν το όνομά μου.
Tom was discharged from the army for conduct unbecoming an officer.
Ο Τομ απολύθηκε από τον στρατό για συμπεριφορά που αποδεχόταν αξιωματικό.
Are you a police officer?
Είσαι αστυνομικός?