Translation meaning & definition of the word "office" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γραφείο" στην ελληνική γλώσσα
Office
[Γραφείο]noun
1. Place of business where professional or clerical duties are performed
- "He rented an office in the new building"
- synonym:
- office ,
- business office
1. Τόπος επιχείρησης όπου εκτελούνται επαγγελματικά ή κληρικά καθήκοντα
- "Νοίκιασε ένα γραφείο στο νέο κτίριο"
- συνώνυμο:
- γραφείο ,
- γραφείο επιχειρήσεων
2. An administrative unit of government
- "The central intelligence agency"
- "The census bureau"
- "Office of management and budget"
- "Tennessee valley authority"
- synonym:
- agency ,
- federal agency ,
- government agency ,
- bureau ,
- office ,
- authority
2. Διοικητική μονάδα της κυβέρνησης
- "Κεντρική υπηρεσία πληροφοριών"
- "Το γραφείο απογραφών"
- "Γραφείο διοίκησης και προϋπολογισμού"
- "Αρχή κοιλάδας του τενεσί"
- συνώνυμο:
- οργανισμός ,
- ομοσπονδιακή υπηρεσία ,
- κυβερνητική υπηρεσία ,
- γραφείο ,
- αρχή
3. The actions and activities assigned to or required or expected of a person or group
- "The function of a teacher"
- "The government must do its part"
- "Play its role"
- synonym:
- function ,
- office ,
- part ,
- role
3. Τις ενέργειες και τις δραστηριότητες που ανατίθενται ή απαιτούνται ή αναμένονται από ένα άτομο ή μια ομάδα
- "Η λειτουργία ενός δασκάλου"
- "Η κυβέρνηση πρέπει να κάνει το δικό της ρόλο"
- "Παίξε το ρόλο της"
- συνώνυμο:
- λειτουργία ,
- γραφείο ,
- μέρος ,
- ρόλος
4. (of a government or government official) holding an office means being in power
- "Being in office already gives a candidate a great advantage"
- "During his first year in office"
- "During his first year in power"
- "The power of the president"
- synonym:
- office ,
- power
4. ( ενός κυβερνητικού ή κυβερνητικού αξιωματούχου) κρατώντας ένα γραφείο σημαίνει να είναι στην εξουσία
- "Το να είσαι στο γραφείο δίνει ήδη στον υποψήφιο ένα μεγάλο πλεονέκτημα"
- "Κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους στο γραφείο"
- "Κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους στην εξουσία"
- "Η δύναμη του προέδρου"
- συνώνυμο:
- γραφείο ,
- δύναμη
5. Professional or clerical workers in an office
- "The whole office was late the morning of the blizzard"
- synonym:
- office ,
- office staff
5. Επαγγελματίες ή υπάλληλοι σε ένα γραφείο
- "Όλο το γραφείο ήταν αργά το πρωί της χιονοθύελλας"
- συνώνυμο:
- γραφείο ,
- προσωπικό γραφείου
6. A religious rite or service prescribed by ecclesiastical authorities
- "The offices of the mass"
- synonym:
- office
6. Μια θρησκευτική ιεροτελεστία ή υπηρεσία που προβλέπεται από τις εκκλησιαστικές αρχές
- "Τα γραφεία της μάζας"
- συνώνυμο:
- γραφείο
7. A job in an organization
- "He occupied a post in the treasury"
- synonym:
- position ,
- post ,
- berth ,
- office ,
- spot ,
- billet ,
- place ,
- situation
7. Μια δουλειά σε έναν οργανισμό
- "Κατέλαβε μια θέση στο θησαυροφυλάκιο"
- συνώνυμο:
- θέση ,
- δημοσιεύω ,
- μπερτ ,
- γραφείο ,
- σημείο ,
- παλαμάκι ,
- τοποθετώ ,
- κατάσταση