Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "offhand" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκτός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Offhand

[Απόπλουτοσ]
/ɔfhænd/

adjective

1. With little or no preparation or forethought

  • "His ad-lib comments showed poor judgment"
  • "An extemporaneous piano recital"
  • "An extemporary lecture"
  • "An extempore skit"
  • "An impromptu speech"
  • "Offhand excuses"
  • "Trying to sound offhanded and reassuring"
  • "An off-the-cuff toast"
  • "A few unrehearsed comments"
    synonym:
  • ad-lib
  • ,
  • extemporaneous
  • ,
  • extemporary
  • ,
  • extempore
  • ,
  • impromptu
  • ,
  • offhand
  • ,
  • offhanded
  • ,
  • off-the-cuff
  • ,
  • unrehearsed

1. Με λίγη ή καθόλου προετοιμασία ή προνοητικότητα

  • "Τα σχόλιά του από το διαφημιστικό εγχείρημα έδειξαν κακή κρίση"
  • "Ένα εκτεταμένο ρεσιτάλ πιάνου"
  • "Μια προσωρινή διάλεξη"
  • "Ένα εξωτερικό σκίτσο"
  • "Αυτοσχέδια ομιλία"
  • "Εκτός δικαιολογίας"
  • "Προσπαθώντας να ακούγεται απλόχερος και καθησυχαστικός"
  • "Ένα τοστ εκτός προσφοράς"
  • "Μερικά ανεπανάληπτα σχόλια"
    συνώνυμο:
  • διαφημιστική λίμπη
  • ,
  • αυθόρμητοσ
  • ,
  • εξωστρεφήσ
  • ,
  • εξωτερικεύω
  • ,
  • αυτοσχέδιοσ
  • ,
  • παραπλανώ
  • ,
  • παραπλεύρωσ
  • ,
  • εκτός προσφοράς
  • ,
  • ανεξέλεγκτη

2. Casually thoughtless or inconsiderate

  • "An offhand manner"
  • "She treated most men with offhand contempt"
    synonym:
  • offhand
  • ,
  • offhanded

2. Απερίσκεπτα ή ασυνείδητα

  • "Εκτός τρόπου"
  • "Αντιμετώπισε τους περισσότερους άνδρες με περιφρόνηση από το χέρι"
    συνώνυμο:
  • παραπλανώ
  • ,
  • παραπλεύρωσ

adverb

1. Without previous thought or preparation

  • "Couldn't give the figures offhand"
  • "We decided offhand to go to canada"
  • "She had made these remarks offhandedly"
    synonym:
  • offhand
  • ,
  • offhanded
  • ,
  • offhandedly

1. Χωρίς προηγούμενη σκέψη ή προετοιμασία

  • "Δεν θα μπορούσα να δώσω τα στοιχεία από το χέρι"
  • "Αποφασίσαμε από το χέρι να πάμε στον καναδά"
  • "Είχε κάνει αυτές τις παρατηρήσεις με ανεπιθύμητο τρόπο"
    συνώνυμο:
  • παραπλανώ
  • ,
  • παραπλεύρωσ
  • ,
  • απερίσκεπτα

2. In a casually inconsiderate manner

  • "Replied offhand, his mind a million miles away"
  • "She threw him over offhandedly without even a dear-john letter"
    synonym:
  • offhand
  • ,
  • offhanded
  • ,
  • offhandedly

2. Με επιφανειακά ασυνείδητο τρόπο

  • "Απάντησε από το χέρι, το μυαλό του ένα εκατομμύριο μίλια μακριά"
  • "Τον πέταξε εκτός χωρίς καν γράμμα αγαπητού ιωάννη"
    συνώνυμο:
  • παραπλανώ
  • ,
  • παραπλεύρωσ
  • ,
  • απερίσκεπτα

Examples of using

The villagers were offhand with us.
Οι κάτοικοι ήταν εκτός εαυτού μαζί μας.