Translation meaning & definition of the word "offensive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιθετικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Offensive
[Επιθετικός]/əfɛnsɪv/
noun
1. The action of attacking an enemy
- synonym:
- offense ,
- offence ,
- offensive
1. Η επίθεση σε έναν εχθρό
- συνώνυμο:
- προσβλητικόσ ,
- αδίκημα ,
- επιθετικός
adjective
1. Violating or tending to violate or offend against
- "Violative of the principles of liberty"
- "Considered such depravity offensive against all laws of humanity"
- synonym:
- offensive ,
- violative
1. Παραβίαση ή τείνουν να παραβιάζουν ή να προσβάλλουν
- "Παραβίαση των αρχών της ελευθερίας"
- "Θεωρείται τέτοια επίθεση διαφθοράς ενάντια σε όλους τους νόμους της ανθρωπότητας"
- συνώνυμο:
- επιθετικός ,
- παραβιαστικόσ
2. For the purpose of attack rather than defense
- "Offensive weapons"
- synonym:
- offensive
2. Για τους σκοπούς της επίθεσης και όχι της άμυνας
- "Επιθετικά όπλα"
- συνώνυμο:
- επιθετικός
3. Causing anger or annoyance
- "Offensive remarks"
- synonym:
- offensive
3. Προκαλώντας θυμό ή ενόχληση
- "Επιθετικές παρατηρήσεις"
- συνώνυμο:
- επιθετικός
4. Morally offensive
- "An unsavory reputation"
- "An unsavory scandal"
- synonym:
- unsavory ,
- unsavoury ,
- offensive
4. Ηθικά προσβλητική
- "Μια αντιαισθητική φήμη"
- "Ένα αντιφατικό σκάνδαλο"
- συνώνυμο:
- αναποφάσιστοσ ,
- αναβλαβήσ ,
- επιθετικός
5. Unpleasant or disgusting especially to the senses
- "Offensive odors"
- synonym:
- offensive
5. Δυσάρεστο ή αηδιαστικό ειδικά για τις αισθήσεις
- "Επιθετικές οσμές"
- συνώνυμο:
- επιθετικός
6. Substitute a harsher or distasteful term for a mild one
- "`nigger' is a dysphemistic term for `african-american'"
- synonym:
- dysphemistic ,
- offensive
6. Αντικαταστήστε έναν σκληρότερο ή δυσάρεστο όρο για έναν ήπιο
- "Ο ακέραιος είναι ένας δυσφημιστικός όρος για τον `αφρικανο-αμερικανό'"
- συνώνυμο:
- δυσφημιστικόσ ,
- επιθετικός
7. Causing or able to cause nausea
- "A nauseating smell"
- "Nauseous offal"
- "A sickening stench"
- synonym:
- nauseating ,
- nauseous ,
- noisome ,
- queasy ,
- loathsome ,
- offensive ,
- sickening ,
- vile
7. Προκαλώντας ή ικανό να προκαλέσει ναυτία
- "Μια ναυτική μυρωδιά"
- "Ναυτικό εντόσθια"
- "Μια αρρωστημένη δυσωδία"
- συνώνυμο:
- ναυτία ,
- θορυβώδησ ,
- βασιλικόσ ,
- απεχθής ,
- επιθετικός ,
- αρρωσταίνω ,
- αχρείος
Examples of using
The politician's speech was offensive.
Η ομιλία του πολιτικού ήταν προσβλητική.
Your attitude towards women is offensive.
Η στάση σας απέναντι στις γυναίκες είναι προσβλητική.