Translation meaning & definition of the word "offender" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσφορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Offender
[Προσφέρων]/əfɛndər/
noun
1. A person who transgresses moral or civil law
- synonym:
- wrongdoer ,
- offender
1. Πρόσωπο που παραβιάζει το ηθικό ή το αστικό δίκαιο
- συνώνυμο:
- αδικοπραξίασ ,
- παραβάτησ
Examples of using
An offender escaped from a prison.
Ένας δράστης δραπέτευσε από μια φυλακή.