Translation meaning & definition of the word "off" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκτός" στην ελληνική γλώσσα
Off
[Αποχωρώ]verb
1. Kill intentionally and with premeditation
- "The mafia boss ordered his enemies murdered"
- synonym:
- murder ,
- slay ,
- hit ,
- dispatch ,
- bump off ,
- off ,
- polish off ,
- remove
1. Σκοτώστε σκόπιμα και με προμελέτη
- "Το αφεντικό της μαφίας διέταξε τους εχθρούς του να δολοφονηθούν"
- συνώνυμο:
- δολοφονία ,
- φονιά ,
- χτύπημα ,
- αποστολή ,
- πέφτω ,
- από ,
- απολυμαίνω ,
- αφαιρώ
adjective
1. Not in operation or operational
- "The oven is off"
- "The lights are off"
- synonym:
- off
1. Όχι σε λειτουργία ή λειτουργία
- "Ο φούρνος είναι κλειστός"
- "Τα φώτα είναι σβηστά"
- συνώνυμο:
- από
2. Below a satisfactory level
- "An off year for tennis"
- "His performance was off"
- synonym:
- off
2. Κάτω από ένα ικανοποιητικό επίπεδο
- "Ένας χρόνος για το τένις"
- "Η απόδοσή του ήταν εκτός"
- συνώνυμο:
- από
3. (of events) no longer planned or scheduled
- "The wedding is definitely off"
- synonym:
- off ,
- cancelled
3. ( των εκδηλώσεωνδ) δεν έχει πλέον προγραμματιστεί ή προγραμματιστεί
- "Ο γάμος είναι σίγουρα εκτός"
- συνώνυμο:
- από ,
- ακυρώθηκε
4. In an unpalatable state
- "Sour milk"
- synonym:
- off ,
- sour ,
- turned
4. Σε μια ανίκητη κατάσταση
- "Ξιλάρι γάλακτος"
- συνώνυμο:
- από ,
- ξινός ,
- γύρισε
5. Not performing or scheduled for duties
- "He's off every tuesday"
- synonym:
- off
5. Δεν εκτελεί ή προγραμματίζεται για καθήκοντα
- "Είναι εκτός κάθε τρίτη"
- συνώνυμο:
- από
adverb
1. From a particular thing or place or position (`forth' is obsolete)
- "Ran away from the lion"
- "Wanted to get away from there"
- "Sent the children away to boarding school"
- "The teacher waved the children away from the dead animal"
- "Went off to school"
- "They drove off"
- "Go forth and preach"
- synonym:
- away ,
- off ,
- forth
1. Από ένα συγκεκριμένο πράγμα ή τόπο ή θέση (`από τώρα είναι παρωχημένο )
- "Μακριά από το λιοντάρι"
- "Θέλω να ξεφύγω από εκεί"
- "Στέλνοντας τα παιδιά στο σχολείο"
- "Ο δάσκαλος κουνούσε τα παιδιά μακριά από το νεκρό ζώο"
- "Πήγαινα στο σχολείο"
- "Αποχώρησαν"
- "Πήγαινε και κήρυξε"
- συνώνυμο:
- μακριά ,
- από ,
- εμπρός
2. At a distance in space or time
- "The boat was 5 miles off (or away)"
- "The party is still 2 weeks off (or away)"
- "Away back in the 18th century"
- synonym:
- off ,
- away
2. Σε απόσταση στο χώρο ή στο χρόνο
- "Το σκάφος ήταν 5 μίλια μακριά ()"
- "Το πάρτι είναι ακόμα 2 εβδομάδες μακριά (ορ μακρι)"
- "Πίσω στον 18ο αιώνα"
- συνώνυμο:
- από ,
- μακριά
3. No longer on or in contact or attached
- "Clean off the dirt"
- "He shaved off his mustache"
- synonym:
- off
3. Δεν είναι πλέον σε επαφή ή συνημμένο
- "Καθαρίστε τη βρωμιά"
- "Ξυρίζει το μουστάκι του"
- συνώνυμο:
- από