Translation meaning & definition of the word "odor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δωρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Odor
[Οσμή]/oʊdər/
noun
1. Any property detected by the olfactory system
- synonym:
- olfactory property ,
- smell ,
- aroma ,
- odor ,
- odour ,
- scent
1. Οποιαδήποτε ιδιότητα ανιχνεύεται από το οσφρητικό σύστημα
- συνώνυμο:
- οσφρητική ιδιοκτησία ,
- μυρωδιά ,
- άρωμα ,
- οσμή
2. The sensation that results when olfactory receptors in the nose are stimulated by particular chemicals in gaseous form
- "She loved the smell of roses"
- synonym:
- smell ,
- odor ,
- odour ,
- olfactory sensation ,
- olfactory perception
2. Η αίσθηση που προκύπτει όταν οι οσφρητικοί υποδοχείς στη μύτη διεγείρονται από συγκεκριμένες χημικές ουσίες σε αέρια μορφή
- "Αγαπούσε τη μυρωδιά των τριαντάφυλλων"
- συνώνυμο:
- μυρωδιά ,
- οσμή ,
- οσφρητική αίσθηση ,
- οσφρητική αντίληψη
Examples of using
That foul odor is coming from the river.
Αυτή η δυσάρεστη οσμή προέρχεται από το ποτάμι.
There is a foul odor in the air.
Υπάρχει μια δυσάρεστη οσμή στον αέρα.
He's in good odor with the chief.
Είναι σε καλή οσμή με τον αρχηγό.