Translation meaning & definition of the word "ode" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ωδικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ode
[Ωδε]/oʊd/
noun
1. A lyric poem with complex stanza forms
- synonym:
- ode
1. Ένα λυρικό ποίημα με πολύπλοκες μορφές στροφής
- συνώνυμο:
- ωδε