Translation meaning & definition of the word "oddly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απλά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Oddly
[Παραδόξως]/ɑdli/
adverb
1. In a manner differing from the usual or expected
- "Had a curiously husky voice"
- "He's behaving rather peculiarly"
- synonym:
- curiously ,
- oddly ,
- peculiarly
1. Με τρόπο που διαφέρει από το συνηθισμένο ή το αναμενόμενο
- "Έχω μια περίεργα αποτρόπαια φωνή"
- "Συμπεριφέρεται αρκετά περίεργα"
- συνώνυμο:
- περίεργα ,
- παράξενα ,
- ιδιαίτερα
2. In a strange manner
- "A queerly inscribed sheet of paper"
- synonym:
- queerly ,
- strangely ,
- oddly ,
- funnily
2. Με έναν περίεργο τρόπο
- "Ένα παράξενα εγγεγραμμένο φύλλο χαρτιού"
- συνώνυμο:
- περίεργα ,
- παράξενα ,
- αστεία
Examples of using
He's behaving oddly.
Συμπεριφέρεται παράξενα.