Translation meaning & definition of the word "odd" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόδειξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Odd
[Παραξενιά]/ɑd/
adjective
1. Not divisible by two
- synonym:
- odd ,
- uneven
1. Δεν διαιρείται με δύο
- συνώνυμο:
- περίεργος ,
- ανώμαλοσ
2. Not easily explained
- "It is odd that his name is never mentioned"
- synonym:
- odd
2. Δεν εξηγείται εύκολα
- "Είναι περίεργο που το όνομά του δεν αναφέρεται ποτέ"
- συνώνυμο:
- περίεργος
3. An indefinite quantity more than that specified
- "Invited 30-odd guests"
- synonym:
- odd
3. Αόριστη ποσότητα περισσότερο από αυτή που ορίζεται
- "Προσκεκλημένοι 30 επισκέπτες"
- συνώνυμο:
- περίεργος
4. Beyond or deviating from the usual or expected
- "A curious hybrid accent"
- "Her speech has a funny twang"
- "They have some funny ideas about war"
- "Had an odd name"
- "The peculiar aromatic odor of cloves"
- "Something definitely queer about this town"
- "What a rum fellow"
- "Singular behavior"
- synonym:
- curious ,
- funny ,
- odd ,
- peculiar ,
- queer ,
- rum ,
- rummy ,
- singular
4. Πέρα ή αποκλίνουν από το συνηθισμένο ή αναμενόμενο
- "Μια περίεργη υβριδική προφορά"
- "Η ομιλία της έχει ένα αστείο τινάνγκ"
- "Έχουν κάποιες αστείες ιδέες για τον πόλεμο"
- "Έχω ένα περίεργο όνομα"
- "Η ιδιαίτερη αρωματική οσμή των γαρίφαλων"
- "Κάτι σίγουρα παράξενο για αυτή την πόλη"
- "Τι ρούμι φίλε"
- "Ενιαία συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- περίεργος ,
- αστείος ,
- ιδιαίτερος ,
- περιπατητήσ ,
- ρούμι ,
- ρουμί ,
- μοναδικός
5. Of the remaining member of a pair, of socks e.g.
- synonym:
- odd ,
- unmatched ,
- unmated ,
- unpaired
5. Από το υπόλοιπο μέλος ενός ζευγαριού, κάλτσες π.χ.
- συνώνυμο:
- περίεργος ,
- απαράμιλλοσ ,
- αποσυνδέεται
6. Not used up
- "Leftover meatloaf"
- "She had a little money left over so she went to a movie"
- "Some odd dollars left"
- "Saved the remaining sandwiches for supper"
- "Unexpended provisions"
- synonym:
- leftover ,
- left over(p) ,
- left(p) ,
- odd ,
- remaining ,
- unexpended
6. Δεν εξαντλήθηκε
- "Αριστερά πάνω από το κεφάλι"
- "Είχε μείνει λίγα χρήματα και έτσι πήγε σε μια ταινία"
- "Μερικά περίεργα δολάρια έμειναν"
- "Αποθήκευσε τα υπόλοιπα σάντουιτς για δείπνο"
- "Μη εξειδικευμένες διατάξεις"
- συνώνυμο:
- απομένοντα ,
- αριστερά υπερ( ,
- αριστερόχ() ,
- περίεργος ,
- υπόλοιπο ,
- ανέκφραστοσ
Examples of using
One, three, five, seven and nine are odd numbers.
Ένα, τρία, πέντε, επτά και εννέα είναι περίεργοι αριθμοί.
I don't think it's odd.
Δεν νομίζω ότι είναι περίεργο.
It may seem odd.
Μπορεί να φαίνεται περίεργο.