Translation meaning & definition of the word "octopus" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χταπόδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Octopus
[Χταπόδι]/ɑktəpʊs/
noun
1. Tentacles of octopus prepared as food
- synonym:
- octopus
1. Πλοκάμια του χταποδιού παρασκευασμένα ως τρόφιμα
- συνώνυμο:
- χταπόδι
2. Bottom-living cephalopod having a soft oval body with eight long tentacles
- synonym:
- octopus ,
- devilfish
2. Κεφαλόποδο που ζει κάτω έχοντας ένα μαλακό ωοειδές σώμα με οκτώ μακριά πλοκάμια
- συνώνυμο:
- χταπόδι ,
- ανθρακοειδή
Examples of using
That octopus returned to the sea without being eaten.
Το χταπόδι επέστρεψε στη θάλασσα χωρίς να φαγωθεί.