Translation meaning & definition of the word "octogenarian" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "οκτογεναριάτικη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Octogenarian
[Οκτογεννητικόσ]/ɑktəʤɪnɛriən/
noun
1. Someone whose age is in the eighties
- synonym:
- octogenarian
1. Κάποιος του οποίου η ηλικία είναι στη δεκαετία του ογδόντα
- συνώνυμο:
- οκταγενναριάτησ
adjective
1. Being from 80 to 89 years old
- synonym:
- octogenarian
1. Από 80 έως 89 ετών
- συνώνυμο:
- οκταγενναριάτησ