Translation meaning & definition of the word "occupy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατοχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Occupy
[Καταλαμβάνω]/ɑkjəpaɪ/
verb
1. Keep busy with
- "She busies herself with her butterfly collection"
- synonym:
- busy ,
- occupy
1. Απασχολώ
- "Αυτή ασχολείται με τη συλλογή πεταλούδων της"
- συνώνυμο:
- απασχολημένος ,
- καταλαμβάνω
2. Live (in a certain place)
- "She resides in princeton"
- "He occupies two rooms on the top floor"
- synonym:
- occupy ,
- reside ,
- lodge in
2. Ζήστε (σε ένα συγκεκριμένο μέρος)
- "Ζει στο πρίνστον"
- "Καταλαμβάνει δύο δωμάτια στον τελευταίο όροφο"
- συνώνυμο:
- καταλαμβάνω ,
- κατοικεί ,
- ενδίδω
3. Occupy the whole of
- "The liquid fills the container"
- synonym:
- occupy ,
- fill
3. Καταλαμβάνω ολόκληρο το
- "Το υγρό γεμίζει το δοχείο"
- συνώνυμο:
- καταλαμβάνω ,
- γεμίζω
4. Be on the mind of
- "I worry about the second germanic consonant shift"
- synonym:
- concern ,
- interest ,
- occupy ,
- worry
4. Είμαι στο μυαλό
- "Ανησυχώ για τη δεύτερη γερμανική αλλαγή συμφώνου"
- συνώνυμο:
- ανησυχία ,
- ενδιαφέρον ,
- καταλαμβάνω
5. March aggressively into another's territory by military force for the purposes of conquest and occupation
- "Hitler invaded poland on september 1, 1939"
- synonym:
- invade ,
- occupy
5. Πορευτείτε επιθετικά στο έδαφος ενός άλλου με στρατιωτική δύναμη για τους σκοπούς της κατάκτησης και της κατοχής
- "Ο χίτλερ εισέβαλε στην πολωνία την 1η σεπτεμβρίου 1939"
- συνώνυμο:
- εισβάλλω ,
- καταλαμβάνω
6. Require (time or space)
- "It took three hours to get to work this morning"
- "This event occupied a very short time"
- synonym:
- take ,
- occupy ,
- use up
6. Απαιτήστε ( χρόνο ή χώρο)
- "Χρειάστηκαν τρεις ώρες για να φτάσουμε στη δουλειά σήμερα το πρωί"
- "Αυτό το γεγονός απαιτούσε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα"
- συνώνυμο:
- παίρνω ,
- καταλαμβάνω ,
- εκμεταλλεύομαι
7. Consume all of one's attention or time
- "Her interest in butterflies absorbs her completely"
- synonym:
- absorb ,
- engross ,
- engage ,
- occupy
7. Καταναλώστε όλη την προσοχή ή το χρόνο του ατόμου
- "Το ενδιαφέρον της για τις πεταλούδες την απορροφά εντελώς"
- συνώνυμο:
- απορροφώ ,
- εμπλέκομαι ,
- καταλαμβάνω
8. Assume, as of positions or roles
- "She took the job as director of development"
- "He occupies the position of manager"
- "The young prince will soon occupy the throne"
- synonym:
- fill ,
- take ,
- occupy
8. Ας υποθέσουμε, ως θέσεις ή ρόλους
- "Πήρε τη δουλειά ως διευθυντής ανάπτυξης"
- "Κατέχει τη θέση του διευθυντή"
- "Ο νεαρός πρίγκιπας θα καταλάβει σύντομα το θρόνο"
- συνώνυμο:
- γεμίζω ,
- παίρνω ,
- καταλαμβάνω