Translation meaning & definition of the word "obstruct" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εισαγωγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Obstruct
[Εμποδίζω]/əbstrəkt/
verb
1. Hinder or prevent the progress or accomplishment of
- "His brother blocked him at every turn"
- synonym:
- obstruct ,
- blockade ,
- block ,
- hinder ,
- stymie ,
- stymy ,
- embarrass
1. Παρεμπόδιση ή αποτροπή της προόδου ή της επίτευξης
- "Ο αδελφός του τον μπλόκαρε σε κάθε στροφή"
- συνώνυμο:
- εμποδίζω ,
- αποκλεισμός ,
- μπλοκ ,
- στυμη ,
- στυμικόσ ,
- ντροπή
2. Block passage through
- "Obstruct the path"
- synonym:
- obstruct ,
- obturate ,
- impede ,
- occlude ,
- jam ,
- block ,
- close up
2. Μπλοκ πέρασμα μέσω
- "Ανοίξτε το μονοπάτι"
- συνώνυμο:
- εμποδίζω ,
- ακουστικός ,
- αποφράξει ,
- μαρμελάδα ,
- μπλοκ ,
- κλείνω
3. Shut out from view or get in the way so as to hide from sight
- "The thick curtain blocked the action on the stage"
- "The trees obstruct my view of the mountains"
- synonym:
- obstruct ,
- block
3. Αποκλείστε από τη θέα ή μπείτε στο δρόμο για να κρυφτείτε από την όραση
- "Η παχιά κουρτίνα μπλόκαρε τη δράση στη σκηνή"
- "Τα δέντρα εμποδίζουν την άποψή μου για τα βουνά"
- συνώνυμο:
- εμποδίζω ,
- μπλοκ
Examples of using
Pass on, please, and do not obstruct the way.
Περάστε, παρακαλώ, και μην εμποδίζετε το δρόμο.