Translation meaning & definition of the word "obstinacy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστυνομία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Obstinacy
[Αποφασιστικότητα]/ɑbstənəsi/
noun
1. The trait of being difficult to handle or overcome
- synonym:
- stubbornness ,
- obstinacy ,
- obstinance ,
- mulishness
1. Το χαρακτηριστικό του να είναι δύσκολο να χειριστεί ή να ξεπεραστεί
- συνώνυμο:
- πείσμα ,
- επιμονή ,
- ανοησία
2. Resolute adherence to your own ideas or desires
- synonym:
- stubbornness ,
- bullheadedness ,
- obstinacy ,
- obstinance ,
- pigheadedness ,
- self-will
2. Αποφασιστική τήρηση των ιδεών ή των επιθυμιών σας
- συνώνυμο:
- πείσμα ,
- αποκαρδιωτικότητα ,
- επιμονή ,
- ζαλάδα ,
- αυτοπροσανατολισμός