Translation meaning & definition of the word "obstetrics" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μπστερίτιδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Obstetrics
[Μαιευτική]/əbstɛtrɪks/
noun
1. The branch of medicine dealing with childbirth and care of the mother
- synonym:
- obstetrics ,
- OB ,
- tocology ,
- midwifery
1. Ο κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τον τοκετό και τη φροντίδα της μητέρας
- συνώνυμο:
- μαιευτική ,
- ΟΜΠ ,
- τοκολοβιολογία