Translation meaning & definition of the word "obsess" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αξία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Obsess
[Παρατήρηση]/əbsɛs/
verb
1. Haunt like a ghost
- Pursue
- "Fear of illness haunts her"
- synonym:
- haunt ,
- obsess ,
- ghost
1. Στοιχειώνω σαν φάντασμα
- Ακολουθώ
- "Ο φόβος της ασθένειας την στοιχειώνει"
- συνώνυμο:
- στοιχειώνω ,
- εμμονή ,
- φάντασμα
2. Be preoccupied with something
- "She is obsessing over her weight"
- synonym:
- obsess
2. Να είστε απασχολημένοι με κάτι
- "Έχει εμμονή με το βάρος της"
- συνώνυμο:
- εμμονή