Translation meaning & definition of the word "observant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρατηρητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Observant
[Παρατηρητικόσ]/əbzərvənt/
adjective
1. Paying close attention especially to details
- synonym:
- observant
1. Προσοχή ιδιαίτερα στις λεπτομέρειες
- συνώνυμο:
- παρατηρητικόσ
2. Quick to notice
- Showing quick and keen perception
- synonym:
- observant ,
- observing
2. Γρήγορα να παρατηρήσετε
- Δείχνοντας γρήγορη και έντονη αντίληψη
- συνώνυμο:
- παρατηρητικόσ ,
- παρατήρηση
3. (of individuals) adhering strictly to laws and rules and customs
- "Law-abiding citizens"
- "Observant of the speed limit"
- synonym:
- law-abiding ,
- observant
3. ( των ατόμων) τηρώντας αυστηρά τους νόμους και τους κανόνες και τα έθιμα
- "Νομοταγείς πολίτες"
- "Τήρηση του ορίου ταχύτητας"
- συνώνυμο:
- νομοταγή ,
- παρατηρητικόσ
Examples of using
You're very observant.
Είσαι πολύ παρατηρητικός.