Translation meaning & definition of the word "obsequious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακολουθία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Obsequious
[Επακόλουθοσ]/əbsikwiəs/
adjective
1. Attempting to win favor from influential people by flattery
- synonym:
- bootlicking ,
- fawning ,
- obsequious ,
- sycophantic ,
- toadyish
1. Προσπαθώντας να κερδίσει την εύνοια από την επιρροή των ανθρώπων από κολακεία
- συνώνυμο:
- εκκίνηση ,
- φαγωνίζω ,
- επακόλουθοσ ,
- συκοφαντικόσ ,
- παλαβόσ
2. Attentive in an ingratiating or servile manner
- "Obsequious shop assistants"
- synonym:
- obsequious
2. Προσεκτικός με έναν βασανιστικό ή εξυπηρετικό τρόπο
- "Μεταγενέστεροι βοηθοί καταστημάτων"
- συνώνυμο:
- επακόλουθοσ