Translation meaning & definition of the word "obscurity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασφάλεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Obscurity
[Απάτη]/əbskjʊrəti/
noun
1. The quality of being unclear or abstruse and hard to understand
- synonym:
- obscureness ,
- obscurity ,
- abstruseness ,
- reconditeness
1. Η ποιότητα του να είναι ασαφής ή αφηρημένος και δύσκολο να κατανοηθεί
- συνώνυμο:
- σκοτεινότητα ,
- απόκρυψη ,
- αποχή ,
- αναπροσωπευτικότητα
2. An obscure and unimportant standing
- Not well known
- "He worked in obscurity for many years"
- synonym:
- obscurity
2. Μια σκοτεινή και ασήμαντη στάση
- Όχι γνωστό
- "Εργάστηκε στην αφάνεια για πολλά χρόνια"
- συνώνυμο:
- απόκρυψη
3. The state of being indistinct or indefinite for lack of adequate illumination
- synonym:
- obscurity ,
- obscureness
3. Η κατάσταση του να είναι αδιαμφισβήτητη ή αόριστη λόγω έλλειψης επαρκούς φωτισμού
- συνώνυμο:
- απόκρυψη ,
- σκοτεινότητα