Translation meaning & definition of the word "obscure" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόσπασμα" στην ελληνική γλώσσα
Obscure
[Παρατηρώ]verb
1. Make less visible or unclear
- "The stars are obscured by the clouds"
- "The big elm tree obscures our view of the valley"
- synonym:
- obscure ,
- befog ,
- becloud ,
- obnubilate ,
- haze over ,
- fog ,
- cloud ,
- mist
1. Κάντε λιγότερο ορατό ή ασαφές
- "Τα αστέρια κρύβονται από τα σύννεφα"
- "Το μεγάλο δέντρο ξωτικών συσκοτίζει την άποψή μας για την κοιλάδα"
- συνώνυμο:
- σκοτεινόσ ,
- παραπονιέμαι ,
- μπέκλουντ ,
- εξαφανίζω ,
- παραλύω ,
- ομίχλη ,
- σύννεφο
2. Make unclear, indistinct, or blurred
- "Her remarks confused the debate"
- "Their words obnubilate their intentions"
- synonym:
- confuse ,
- blur ,
- obscure ,
- obnubilate
2. Κάντε ασαφές, αδιαμφισβήτητο ή θολό
- "Τα σχόλιά του μπέρδεψαν τη συζήτηση"
- "Τα λόγια τους υποτιμούν τις προθέσεις τους"
- συνώνυμο:
- μπερδεύω ,
- θολούρα ,
- σκοτεινόσ ,
- εξαφανίζω
3. Make obscure or unclear
- "The distinction was obscured"
- synonym:
- obscure ,
- bedim ,
- overcloud
3. Κάντε σκοτεινό ή ασαφές
- "Η διάκριση αυτή είχε αποσιωπηθεί"
- συνώνυμο:
- σκοτεινόσ ,
- βελούδινοσ ,
- υπερβολικό σύννεφο
4. Reduce a vowel to a neutral one, such as a schwa
- synonym:
- obscure
4. Μειώστε ένα φωνήεν σε ένα ουδέτερο, όπως ένα σβα
- συνώνυμο:
- σκοτεινόσ
5. Make undecipherable or imperceptible by obscuring or concealing
- "A hidden message"
- "A veiled threat"
- synonym:
- obscure ,
- blot out ,
- obliterate ,
- veil ,
- hide
5. Κάντε αδιαπέραστο ή ανεπαίσθητο με την απόκρυψη ή την απόκρυψη
- "Κρυφό μήνυμα"
- "Μια απειλή"
- συνώνυμο:
- σκοτεινόσ ,
- αποσυνδέω ,
- εξαλείφω ,
- πέπλο ,
- κρύβω
adjective
1. Not clearly understood or expressed
- "An obscure turn of phrase"
- "An impulse to go off and fight certain obscure battles of his own spirit"-anatole broyard
- "Their descriptions of human behavior become vague, dull, and unclear"- p.a.sorokin
- "Vague...forms of speech...have so long passed for mysteries of science"- john locke
- synonym:
- obscure ,
- vague
1. Δεν είναι σαφώς κατανοητό ή εκφρασμένο
- "Μια σκοτεινή στροφή της φράσης"
- "Μια ώθηση να φύγει και να πολεμήσει κάποιες σκοτεινές μάχες του δικού του πνεύματος"-ανατολέ μπρόιαρντ
- "Οι περιγραφές της ανθρώπινης συμπεριφοράς τους γίνονται ασαφείς, θαμπές και ασαφείς"- π.α.σορόκιν
- "Πανούκλα.οι μορφές του λόγου έχουν περάσει τόσο καιρό για τα μυστήρια της επιστήμης" - τζον λοκ.
- συνώνυμο:
- σκοτεινόσ ,
- ασαφής
2. Marked by difficulty of style or expression
- "Much that was dark is now quite clear to me"
- "Those who do not appreciate kafka's work say his style is obscure"
- synonym:
- dark ,
- obscure
2. Χαρακτηρίζεται από δυσκολία στυλ ή έκφρασης
- "Πολύ αυτό ήταν σκοτάδι είναι τώρα αρκετά σαφές για μένα"
- "Εκείνοι που δεν εκτιμούν το έργο του κάφκα λένε ότι το στυλ του είναι σκοτεινό"
- συνώνυμο:
- σκοτεινός ,
- σκοτεινόσ
3. Difficult to find
- "Hidden valleys"
- "A hidden cave"
- "An obscure retreat"
- synonym:
- hidden ,
- obscure
3. Δύσκολο να βρεθεί
- "Κρυμμένες κοιλάδες"
- "Μια κρυφή σπηλιά"
- "Μια σκοτεινή υποχώρηση"
- συνώνυμο:
- κρυμμένος ,
- σκοτεινόσ
4. Not famous or acclaimed
- "An obscure family"
- "Unsung heroes of the war"
- synonym:
- obscure ,
- unknown ,
- unsung
4. Δεν είναι διάσημη ή αναγνωρισμένη
- "Μια ασαφής οικογένεια"
- "Απερίσκεπτοι ήρωες του πολέμου"
- συνώνυμο:
- σκοτεινόσ ,
- άγνωστος ,
- απαράμιλλοσ
5. Not drawing attention
- "An unnoticeable cigarette burn on the carpet"
- "An obscure flaw"
- synonym:
- obscure ,
- unnoticeable
5. Δεν επιστήσω την προσοχή
- "Ένα απαράμιλλο κάψιμο τσιγάρων στο χαλί"
- "Ένα σκοτεινό ελάττωμα"
- συνώνυμο:
- σκοτεινόσ ,
- ανεπανόρθωτοσ
6. Remote and separate physically or socially
- "Existed over the centuries as a world apart"
- "Preserved because they inhabited a place apart"- w.h.hudson
- "Tiny isolated villages remote from centers of civilization"
- "An obscure village"
- synonym:
- apart(p) ,
- isolated ,
- obscure
6. Απομακρυσμένο και ξεχωριστό φυσικά ή κοινωνικά
- "Υπήρχε στο πέρασμα των αιώνων ως ένας κόσμος χωριστά"
- "Διατηρούνται επειδή κατοικούσαν σε ένα μέρος χωριστά" - β.χ. χάντσον
- "Μικροσκοπικά απομονωμένα χωριά απομακρυσμένα από κέντρα πολιτισμού"
- "Ένα σκοτεινό χωριό"
- συνώνυμο:
- υδροξ() ,
- απομονωμένος ,
- σκοτεινόσ