Translation meaning & definition of the word "obscenity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστάθεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Obscenity
[Αισχρότητα]/əbsɛnɪti/
noun
1. The trait of behaving in an obscene manner
- synonym:
- obscenity ,
- lewdness ,
- bawdiness ,
- salaciousness ,
- salacity
1. Το χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς με άσεμνο τρόπο
- συνώνυμο:
- αισχρότητα ,
- λιτότητα ,
- αποπνικτικότητα ,
- αλατότητα
2. An offensive or indecent word or phrase
- synonym:
- obscenity ,
- smut ,
- vulgarism ,
- filth ,
- dirty word
2. Μια προσβλητική ή άσεμνη λέξη ή φράση
- συνώνυμο:
- αισχρότητα ,
- παραμορφώνω ,
- χυδαϊσμόσ ,
- βρωμιά ,
- βρώμικη λέξη
3. An obscene act
- synonym:
- obscenity
3. Μια αισχρή πράξη
- συνώνυμο:
- αισχρότητα