Translation meaning & definition of the word "obnoxious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "απερίσκεπτη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Obnoxious
[Αποτρόπαιος]/ɑbnɑkʃəs/
adjective
1. Causing disapproval or protest
- "A vulgar and objectionable person"
- synonym:
- objectionable ,
- obnoxious
1. Προκαλώντας αποδοκιμασία ή διαμαρτυρία
- "Χυδαίο και απαράδεκτο άτομο"
- συνώνυμο:
- απαράδεκτοσ ,
- απεχθής